Παρασκευή 15 Μαρτίου 2024

ΣΑΝ ΠΑΡΑΜΥΘΙ... (Απόσπασμα 122-127 σελίδα) από το βιβλίο "ΤΟ ΧΡΥΣΑΦΙ ΤΗΣ ΓΗΣ ΜΟΥ", συλλογή διηγημάτων της Μαρίας Κολοβού Ρουμελιώτη, εκδόσεις ΤΟ ΔΟΝΤΙ, Μάιος 2018 .


ΣΑΝ ΠΑΡΑΜΥΘΙ... (Απόσπασμα 122-127 σελίδα)

 από το βιβλίο "ΤΟ ΧΡΥΣΑΦΙ ΤΗΣ ΓΗΣ ΜΟΥ",  συλλογή διηγημάτων της Μαρίας Κολοβού Ρουμελιώτη, εκδόσεις ΤΟ ΔΟΝΤΙ, Μάιος 2018

....Με νοσταλγία θυμόταν  εκείνες τις Αποκριές ο Τζανής. Ήταν  γεμάτες ατόφιες γεύσεις, λουσμένες με ήχους κι αρώματα μιας άλλης εποχής και φοβόταν, καθώς είχε πια γεράσει, πως εκείνες οι εικόνες θα  ξεθώριαζαν  κάτω απ’  τον ίσκιο  των χρόνων, αν κάποιος δεν βρισκόταν να τις ξαναζωντανέψει. Γι' αυτό, ενενήντα χρόνια αργότερα απ’ εκείνες τις Αποκριές, αποφάσισε να τις μοιραστεί με τ’ αγγόνια του όταν τον φιλοξένησαν στο διαμέρισμά τους στην πόλη για να αναρρώσει μετά τη σύντομη νοσηλεία του σε νοσοκομείο.

«Παιδιά μου», τους είπε, «μαζί σας θα μοιραστώ κείνα τα χρόνια της ξεγνοιασιάς, τα γεμάτα μνήμες παραμυθένιες. Θα ζωντανέψουν για μια ακόμη φορά μέσα στο σύθαμπο της καρδιάς μου. Και τούτα που θα σας πω, να ξέρετε πως είναι πέρα για πέρα αληθινά».

...........  ...Τυλιγμένες γεύσεις τυριού  ψημένου στη λαδόκολλα κι αυγά  που ίδρωναν  στη σειρά πλάι στο τζάκι με τη θράκα, θυμάμαι. Γέλια π’ ανθούσαν σαν πασχαλιές στα ολόδροσα χείλη των παιδιών καθώς έβγαιναν σεργιάνι στις στράτες του χωριού  φορώντας ανάποδα το μακρύ σώβρακο του παππού ή τη μακριά ρόμπα  της γιαγιάς. Κι  όσο για μάσκες… φορούσαν τη μαύρη μαντίλα της Γιανναρούς. Εκείνη τη μέρα των Αποκριών τη δάνειζε μετά χαράς στα παιδιά γιατί ήθελε να τα βλέπει να ροβολάνε το λιθόστρωτο χαρούμενα και να ξεκουφαίνουν τη γειτονιά με τα χωρατά τους. Αυτή η μέρα, ήταν η μόνη  ημέρα που είχε αποδράσει από τη μονοτονία όλων των υπόλοιπων. Ήταν τις εποχές εκείνες που οι γειτονιές αναστατώνονταν ευχάριστα με τα γέλια, τα παιγνίδια και τα καμώματα των μικρών παιδιών.

Ήταν χήρα η Γιανναρού, με παιδιά κι εγγόνια ξενιτεμένα. Ήτανε μόνη κι είχε κάνει τα παιδιά ολόκληρου του χωριού δικά της. Ό,τι κι αν της ζητούσαν τους το έδινε κι εκείνα την αγαπούσαν γιατί ήταν καταδεχτικός άνθρωπος.

Βγαίναμε, θυμάμαι, στο μαχαλά  νωρίς το πρωί. Περνούσαμε απ’ το νεκροταφείο του χωριού κι ανάβαμε τα καντήλια όλων των  συγγενών και συγχωριανών. Ήταν που έπιανε η Σαρακοστή. Έπειτα γυρνούσαμε  χαρούμενα και χτυπούσαμε το ρόπτρο της πόρτας της, τραγουδώντας:

Θειά Γιαννιά, θειά Γιαννιά
απ’ την πάνω γειτονιά,
 φέρε κόσκινο  για ντέφι 
για να κάνουμε κουρμπέτι.

Η κυρά Γιανναρού έβγαινε στην εξώπορτα με το χαμόγελο  στο πρόσωπό της φωτεινό σαν ήλιο κι ας την βασάνιζε η θλίψη κι μοναξιά όλες τις υπόλοιπες μέρες του χρόνου. Μας έδινε την μπροστέλα της και την ολόμαυρη σκέπη της και μας έλεγε:

Πάρτε παιδιά τα κύμβαλα
 πάρτε και τα νταούλια
 τους λόγγους πιάστε τρέχοντας
 να φύγουνε τα ζούδια 
και κελαηδήστε  σαν πουλιά
 γιατί τα νιάτα φεύγουν.

Παίρναμε τότες  τα «λάφυρα» της Γιανναρούς και τραβούσαμε κατά το φουρναριό. Ψάχναμε τις στάχτες για κανένα σβηστό κάρβουνο. Μουντζουρώναμε το πρόσωπό μας. Ζωγραφίζαμε ήλιους, πούλιες και του Αράπη την ομορφιά ηλιοκαμένη στα μάγουλά μας.

Μπαίναμε  και στο χειμωνιάτικο δωμάτιο˙ εκεί που φύλαγε η μανά τα τεντζερέδια, τα καζάνια της πάστρας και της μαγειρικής και παίρναμε τα καπάκια απ’ τα κατσαρόλια, τα κουτάλια απ’ το ντουλάπι,  τις κουτάλες κι ότι μεταλλικό κουτί και κλαπατσίμπαλο μπορούσε να κάνει θόρυβο και βγαίναμε στη ρούγα  τραγουδώντας. 

Τραγούδια σκωπτικά, ειπωμένα με αγαθοσύνη από στόματα μικρών και μεγάλων. Τραγούδια του γλεντιού και της χαράς που  έδιναν ένα ξεχωριστό τόνο την ημέρα των Αποκριών˙ μα την κυρά Γιανναρού τη σεβόμασταν  γιατί  ήτανε χήρα και μόνη.

Νωρίς  τ’ απόγιομα της προσφέραμε πεσκέσι καλοψημένες πίτες, καλομαγειρευμένα κοψίδια και καμιά μπουκάλα κρασί «για το καλό» που λένε. Εκείνη τα έπαιρνε με χίλιες ευχές στα χείλη της κι εμείς της τραγουδούσαμε το τραγούδι που μας  είχε μάθει ο Γιάνναρος, ο αποθανόντας  σύζυγος της:

Το μάθατε αμπελουργοί
 τι έγινε με τον Κράσο;
 Τρεις μέρες εμπεκρόπινε
 κι έριξε η μέθη λάσο˙
 και τις Μαινάδες έπιασαν
 που κράταγαν το θύρσο
 που μες τ’ αμπέλια μ’ ένα νιο
 τραγούδαγαν το λίνο.
 
Οι ληνοβάτες στο ληνό,
τις βότρυες πατούσαν
 κι όλοι οι γλεντζέδες με ψητό
 και κέφι την περνούσαν.
 
Ψήσου γίδα! Ψήσου!
Και ροδοκοκκινίσου!
 Μέχρι να έρθει ο Κράσος
 να σε ξεκοκαλίσω.
 
Να, ο Κράσος! Έρχεται!
Με τ’ άλογο καβάλα!
 Για πάρτε τα ποτήρια σας
 να πιούμε καμιά στάλα.
 
Εβίβα! Εβίβα, ρε κρασοπατέρα!
Τ’ αμπέλια  εκαήκανε
 και πια κρασί δεν κάνουν.
 
Ένας μπεκρής ανέβηκε
επάνω στα βαγένια
 και τον θεό παρακαλεί
 για να σωθούν τ’ αμπέλια∙
 και νέτα σκέτα μίλησε
 στου λογικού τη γλώσσα
 κι έστειλε μία  προσευχή
 στου Διόνυσου την πόρτα:
 
Σε τρεις κρατήρες θα νερώνω το κρασί!
Στον πρώτο: Για μια υγεία ποθητή!
 Στον δεύτερο: Για έναν έρωτα με γεύση!
 Στον τρίτο: Για  έναν ύπνο ήρεμο -βαθύ!
Των άλλων, των ανέρωτων κρατήρων το κρασί,
θα το κρατήσω για τις ύβρεις και για τις Μαινάδες˙
 το τρίκλισμα θα το κεράσω σ’  ένα Σιληνό μπεκρή,
 στους Σάτυρους, στον Πάνα και στους πάντες,
 Και όλα τα άλλα τα καλά:
 Σε όλους εσάς που μετράτε τους βαθμούς του οινοπνεύματος!!!

“ Εις Υγείαν,  θεία  Γιανναρού! Εις Υγείαν!!!”.

“Και του χρόνου, παιδιά μου! Και του χρόνου”, έλεγε εκείνη και γιούρια εμείς  τα παιδιά για την τελευταία μας εξόρμηση στο χωριό.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου