Τρίτη 22 Σεπτεμβρίου 2015

Κριτική παρουσίαση της Διπλής ποιητικής συλλογής του Λάσκαρη Π. Ζαράρη: «Τριάντα σταγόνες τ’ ουρανού και Η φλεγόμενη πόλη»



Κριτική παρουσίαση της Διπλής ποιητικής συλλογής του Λάσκαρη Π. Ζαράρη: «Τριάντα σταγόνες τ’ ουρανού και Η φλεγόμενη πόλη», Νέα Αγχίαλος Μαγνησίας, Ιούλιος 2015.

Οι λέξεις είναι αγωγοί μεταφοράς γνώσης, ανταλλαγής απόψεων, εμπειριών και συναισθημάτων.  Αποκωδικοποιώντας και κατανοώντας τις έννοιες που εμπεριέχονται στη γραφή και  στον προφορικό λόγο, οι λέξεις, γίνονται ένα από τα ισχυρότερα μέσα της ανθρώπινης επικοινωνίας. Έτσι, ο ποιητής και λογοτέχνης Λάσκαρης Π. Ζαράρης, γνωρίζοντας τη δύναμη των λέξεων, ξεκινάει το πρώτο μέρος της διπλής ποιητικής συλλογής του : «Τριάντα σταγόνες τ’ ουρανού και Η φλεγόμενη πόλη», με το ποίημα: «Το θαύμα της λέξης». Μέσω αυτού του ποιήματος  μας αποκαλύπτει την ευγνωμοσύνη του στο Θεό για το τάλαντο  που του χαρίστηκε, καθώς επίσης και την εσωτερική ανάγκη να γνωρίσει, να αναπλάσει και να αναγεννήσει τον κρυφό Εαυτό του, κάνοντας κατανυχτική ενδοσκόπηση στα μύχια της ψυχής:

 «…Με τον πόθο της μιας λέξης
αντικρίζω τον Θεό μου,
και στους στίχους αναγεννώ
το άλλο μου μισό∙
δώρο αιώνιο του χρόνου
φυλαγμένο στην ψυχή,
καρφωμένο ροδοπέταλο
στη γη του μόχθου…» λέει ο ποιητής, προετοιμάζοντας τον μελετητή  κι αναγνώστη για κάτι πολύ δυνατό.

Ο φόβος του άγνωστου κι η ανάγκη να δώσει κάποια εξήγηση για τον μυστήριο κόσμο που ζούμε τον οδήγησαν στην αναζήτηση της « Άλλης Γνώσης»: την αναζήτηση κι ένωση με την εικόνα του Θεού που αγαπά και πιστεύει.
Περνώντας  απ’ αυτή την πρόσκαιρη ζωή αφήνουμε τη σφραγίδα μας, ως μέσο απόδειξης για τα πεπραγμένα«Η προδομένη»  απ’ τα εφήμερα ψυχή, προσπερνά  πολλές φορές τον παράδεισό της δίχως να το αντιλαμβάνεται∙ μα  ο ποιητής (ως άνθρωπος) κάνει τις αλχημείες του,  πειραματίζεται  να ανακαλύψει τον σκοπό της ανθρώπινης φύσης, να επιλύσει ηθικά ζητήματα που τον απασχολούν.  Αντιλαμβάνεται πως η πραγματική ομορφιά είναι ασώματη, δίχως σάρκα, επειδή εκεί φυλάσσεται το πνεύμα που απλώνεται σαν αύρα και μας γαληνεύει. Η γνωριμία  του με τον Θεό είναι ένας: « Αλλιώτικος ήλιος, τροπαιούχος της αγνότητας » και η Αγάπη είναι εκείνη που «έχει συλλέξει όλο το λεξιλόγιο της μοίρας σε μία γλώσσα οικουμενική». «Οι παραμένοντες» στις πολεμίστρες: άλλοι κυνηγούν κι άλλοι αντιμάχονται τις ψευδαισθήσεις… Μόνο  η ΑΓΑΠΗ δύναται να κρατεί ενωμένη στο απυρόβλητο την ανθρωπότητα και να την   ενώνει με αυτούς που έχουν φύγει. Έρχονται οι ψυχές σαν φύλακες άγγελοι, και μέσω της Ευχής κάνουν δράση μεταφέροντας την Ευλογία του Ουρανού στη γη.
Αν δεν υπήρχαν τίτλοι στα ποιήματα, θα μπορούσαμε να πούμε πως ολόκληρο το πρώτο μέρος της ποιητικής συλλογής είναι ένας ύμνος στη Ζωή και στον Θάνατο, στην Αγάπη και στην Ελπίδα, στην αγωνία και στον αγώνα της αναζήτησης της Υπαρξιακής Ουσίας∙ μια μονωδία που κρατεί σε επαγρύπνηση τον άνθρωπο. 
Ο θάνατος: πονάει∙ μα η  απώλεια της ψυχής  κι η  λησμονιά: πονούν περισσότερο! Έτσι, για να μη λησμονηθεί ο  ποιητής, για να διαβεί της απουσίας τη διάβαση ακολουθεί θα ίχνη και τη σκιά τού «Άλλου Εαυτού» , του εαυτού που αγωνιά να γνωρίσει και θα τον κρατήσει μακριά απ’ το «φιλάνθρωπο σκοτάδι». Ο αγώνας,  δύσκολος!  «Ο άνεμος μας στέγνωσε» λέει με τη γλώσσα του Πέτρου και της Ελένης (των δύο ηρώων που συνθέτουν την ιστορία της ποιητικής συλλογής). Μέσα σε αυτό το ποίημα της σελίδας 27, περιγράφεται όλη η αγωνία κι η πάλη  του πνεύματος με την ύλη. Οι πειρασμοί… Οι επιθυμίες… Τα «θέλω» κατά επέκταση του ανθρώπου,  η λογική και η τρέλα!… ποιο απ’ όλα θα κατακλίσει τον άνθρωπο για να τον κυριεύσει, ή αν μπορέσει επιτέλους ο μαχητής να συντάξει τα πάθη του με την πειθαρχεία.

«…νότιος, νότιος  ο πειρασμός
δυνατός, νευρώδης
με τα σημάδια της ακόρεστης ηδονής
έφερε μαζί του τη θλίψη της ψυχής,
την οδύνη του ύστερου πόνου.»

Κι όμως, δεν παραλείπονται οι άνθρωποι που έχουν άσβεστη επιθυμία να κρατήσουν ανέπαφη κι αμόλυντη την παιδικότητα κι αγνότητα της ψυχής, καθώς δεν παραλείπονται κι εκείνοι που αποφεύγουν να φέρουν στο μυαλό  το παρελθόν επειδή τους λυπεί και στρέφονται ολοκληρωτικά στην αναζήτηση  της ουσίας που είναι η «Ανώτερη Αγάπη». Τραγική ειρωνεία «Ο παράξενος άνθρωπος»  της ποιητικής συλλογής∙ ένας θνητός με μορφή περιστεριού, που αναζητά τη μορφή του Θεού μέσα στο πρόσωπο της Δημιουργίας!
Τα ποιήματα: «Επουράνιος μονόλογος», «Ο παράξενος άνθρωπος» και «Η δόξα του ερημίτη» είναι από τα ωραιότερα ποιήματα της ποιητικής συλλογής∙ έχουν έντονη μεταφυσική διάθεση και γεμάτα ρομαντικές εικόνες με συμβολισμούς ταξιδεύουν τον αναγνώστη μακριά απ’ το περιτύλιγμα της ύλης μεταφέροντάς τον σε άλλη διάσταση. Γράφει ο ποιητής στη σελίδα 33:

«Όταν γκρεμίζεις τα πάθη σου
ενώνεσαι με το ιδανικό,
αποκαλύπτεις το φως
που εκπορεύεται απ’ το αληθινό.
Ακούς τις ψυχές που πεταρίζουν
στον χτύπο της αγάπης,
στο φιλικό άγγιγμα του Θεού
απαλλαγμένες απ’ τις γήινες απολαύσεις
πλήρεις, καλοσυνάτες
ψάλλουν δοξολογία
για τη χαρά της αιώνιας ζωής».

Αγωνίζεται για κάτι ανώτερο.

 «…Οι πράξεις της ηδονής δεν ευοδώθηκαν ποτέ
γιατί προχώρησαν βαθιά στη σήραγγα της τύψης.
Σκιρτά η ψυχή μας  για παραίτηση
σε φθαρτές στιγμές,
μα παραπέρα ο δήμιος
τροχίζει το τσεκούρι του…»

Μελετώντας την ποίηση του Λάσκαρη γινόμαστε σοφότεροι.
Μοιράζει μαζί μας την ψυχή του, τις σκέψεις του και τις υπαρξιακές του ανησυχίες. Περιηγητής σ’ αυτόν τον τόπο, προχωρά με συνοδό το τάλαντο του Θεού προσπαθώντας ν’ αγγίξει την πραγματική ομορφιά της Δημιουργίας. Μεταφέρει τη γνώση με την ευχή και την ευλογία των ψυχών που με προσευχή τον κατευθύνουν. Ακούραστος! γιατί γνωρίζει ότι «οι κουρασμένοι άνθρωποι»  κατεβάζουν τα μάτια τους στη γη κι αυτό δεν το θέλει! Ο Λάσκαρης θέλει να ξεδιψάσει με λίγο  Αθάνατο νερό.
Διαβάζοντας το ποίημα: « Επίλογος στο πρώτο ουράνιο πρωινό», μου γεννήθηκε αυθόρμητα η απορία: Πού έκρυψες ποιητή εκείνο το  ωραιότατο ποίημα υπό τον τίτλο: «Συμπαντική αρμονία» που είχα μελετήσει στο παρελθόν και τόσο ταιριάζει σ’ αυτή την υπέροχη ποιητική συλλογή σου;
Τελειώνοντας τη μελέτη και την καταγραφή των απόψεών μου για   το πρώτο μέρος της Ποιητικής Συλλογής: «Τριάντα σταγόνες τ’ ουρανού», συνεχίζω με το δεύτερο μέρος: «Η φλεγόμενη πόλη», (Ποιητική Συλλογή για μία Αλησμόνητη Πατρίδα του Εύξεινου Πόντου).
 Ο ποιητής ξεκινά με ποιητικό  «Πρόλογο» και ρίχνει την ευθύνη σε όλους μας που τόσο εύκολα ξεχνούμε: «Θα μπορούσες να γνωρίζεις» μας λέει…
Ναι! Πολλά θα μπορούσαμε να γνωρίζουμε για τη βαθιά πληγή που χρόνια αγιάτρευτη παραμένει∙ για το νόστο του πρόσφυγα για επιστροφή στη γεννήτορα πατρίδα∙ για την ανάγκη των απογόνων να τελέσουν επιμνημόσυνη δέηση προς λύτρωση κι ανάπαυση των  ψυχών  που χάθηκαν. Κι επειδή «η μνήμη γεννά τους επερχόμενους», έρχεται η ποίηση του  Λάσκαρη Π. Ζαράρη  να ζωντανέψει τη  νεκρωμένη μνήμη, ακόμη και σ’ αυτούς που εύκολα ξεχνούν…
Ο ποιητής  κουβαλάει στην ψυχή του τις προγονικές θύμησες, σηκώνει στις πλάτες την ιστορία του ξεριζωμού!
Ικετεύει τη μνήμη ν’ αφήσει το φόβο πίσω στα ερείπια∙ να επαναφέρει στο προσκήνιο καινούργια παραμύθια, για να λυτρωθεί απ’ το απόκοσμο βουητό. Πλάθει στίχους για να μαλακώσει τον πόνο, να ξεθυμάνει η πίκρα των συναισθημάτων με των στίχων την ευλογημένη αύρα! (Μ’ αυτό τον τρόπο, οι ψυχές θα πλησιάσουν τον χαρούμενο ουρανό, ντυμένες τη γαλανόλευκη). 
Οι προγονικές αφηγήσεις παραμένουν αναλλοίωτες. Επαναστατούν και κυριεύουν ολοκληρωτικά τον ποιητή! Μέσω της γραφής ζωντανεύουν ξανά τα χρώματα, τ’ αρώματα, οι γεύσεις..
Σαν πέτρα υπομονής κι επιμονής, στέκεται στα ιερά σύμβολα υμνώντας και τραγουδώντας τη  μοίρα των ανέστιων προγόνων μας. Μας μεταφέρει εικόνες, λες κι έζησε   μαζί τους εκείνες τις μαρτυρικές στιγμές, λες κι ο χρόνος σταμάτησε στο 1906, στο 1914, στο 1922…
Καθώς ο ποιητής κρατεί ευλαβικά το θησαυροφυλάκιο της μνήμης, τοκίζει τα λιγοστά που μας έχουν απομείνει απ’ τη «φλεγόμενη πόλη», και σπέρνει τον υπάρχοντα σπόρο για να γεμίσει φύτρες  η απολησμονημένη μνήμη∙ να  λυπηθεί ο Θεός το Γολγοθά των ψυχών και να φέρει την ανάστασή τους∙ να καθαγιαστούν με ιλαρό φως, για  να μη φτάσουν σε σήψη της βιωτής τους τα γενόμενα.
  
 «Ας κείτεται δίπλα τους νεκρή
η εικόνα του διαβάτη
που πήρε ομίχλη και οργή 
για να φυλακίσει τον πόνο», μας λέει με πόνο ψυχής  στη σελίδα 86.

Γράφει για όλα εκείνα που κληρονόμησε, για να τα κληροδοτήσει στις γενιές που θα επέλθουν. Μέσα σε 22 ποιήματα ζωντανεύει την φυγή, μας  μεταφέρει εικόνες, μας διαφωτίζει για τον τρόπο ζωής των κατοίκων  της Ανατολικής Ρωμυλίας. Τονίζει την πίστη τους και ρίχνει  ανάθεμα στους κατακτητές που απεργάστηκαν τη Γη της Φλεγόμενης Πόλης.

«Δάκρυσε η πέτρα, στέκονταν
στις φλόγες προδομένη,
δάκρυσε η πέτρα και αρνήθηκε
τη μεγαλοπρέπειά της
το μάρμαρο δουλώθηκε στους κατακτητές
και η βαριά καμπάνα έπεσε
παύοντας να χτυπάει, να γιορτάζει.
Μα ο Αι- Γιώργης με υψωμένο δόρυ
τον δράκο της κακοδαιμονίας κατατρόπωνε
πηγαίνοντας σε άλλο τόπο, πιο ασφαλή
να επουλώσει την ανοιχτή πληγή.
Δώσαμε στην ψυχή μας το άσυλο,
τη δικαιοδοσία  τον φόβο ησυχασμένο να ‘χει,
να παίρνει καμένη, κατεστραμμένη  γη
και να τη μετατρέπει σ’ ένα καταπράσινο λιβάδι.»

Στις πιο σκληρές μάχες της ψυχής, ο πρόσφυγας αφηνόταν να μετρήσει τις κρυφές του δυνάμεις, στηριζόμενος στην πίστη για να γλυτώσει από τα θανατηφόρα έλη που κατέτρωγαν τη δύναμη του. Ας αναλογιστούμε πόσοι ουρανοί τάχτηκαν στο ανυπόφορο σκοτάδι. Αυτός είναι ο πρόσφυγας... Πόσο πόνο και τρόμο περικλείει ο ξεριζωμός!..

«…ακόμη και οι δυνατοί αφήσανε την πόλη,
 φοβισμένοι απ’ του κατατρεγμού
την άγρια λύσσα,
απλοί άνθρωποι χάσανε τον τόπο τους,
ένιωθαν κάποτε σαν να ‘ταν Αυτοκράτορες
στη γη της Επαγγελίας» σελ: 93

Βαρύ το δισάκι της προσφυγιάς, ασθενικό το πρόσωπο του ταξιδιώτη, μα πάνω απ’ όλα υπάρχει όρεξη για ζωή, για καινούργια οράματα∙ φρέσκιες ελπίδες γλυκαίνουν  τη μνήμη για νέα οικοδομήματα που θα αρματώνουν την ψυχή με στόχο την ειρήνευσή της:

«Να μπορούσες να χτίσεις ένα σπίτι
σαν εκείνο που είχες 
και βλέπεις μόνο στις παλιές κάρτες!
Να μπορούσες ν’ ακούσεις έστω μια φορά
τον χτύπο της καμπάνας 
του ναού της Παναγιάς που καταστράφηκε!» σελ130

Δεν παραλείπονται οι ικεσίες των κατατρεγμένων, αλλά,  μήτε κι η προσευχή του ποιητή: « εις γην γλυκοφιλούσα», να γεμίσει ο τόπος ώριμες- καρπερές ιδέες για την ανάπλαση του κόσμου. Πόντο πόντο χαρτογραφεί  κι ολοκληρώνει το ταξίδι τους απ’ τη χαμένη παράδεισο  μέχρι τη Νέα Αγχίαλο όπου ξανασμίγουν τα όνειρα των ξεριζωμένων.
Οι πρόσφυγες, άνθρωποι αναγκασμένοι προς φυγή, αφήνουν πίσω την πατρίδα τους κι η γύρη τους γονιμοποιεί   άλλες πατρίδες (με τις γνώσεις, την κουλτούρα, την εργατικότητα και το πάθος να αναγεννηθούν  και να ανθοφορήσουν στον νέο τόπο) μαλακώνοντας τον  πόνο του ξεριζωμού με τη δροσιά της δημιουργίας και της ενθύμησης. Σαν φυλαχτό κουβαλούν μαζί τους τα ενθυμήματα και μεταγγίζουν τις εμπειρίες του   «χτες» στο «σήμερα»∙ κι ο Λάσκαρης Π. Ζαράρης, γαλουχημένος από τέτοιες μαρτυρίες προσφύγων,  κυριεύεται από έντονα πατριωτικά αισθήματα κι είναι  γεμάτος νοσταλγία γι αυτά που χάθηκαν. Με την ποίησή του αναγεννά την ιστορία, τις ομορφιές του τόπου, τους στενούς δρόμους, τα αμπέλια, το μόχθο στα βουναλάκια του αλατιού, τις μελωδίες, το καλό λόγο και το αβίαστο «καλημέρα» των ανθρώπων που αναγκάστηκαν να παλέψουν με το παρελθόν και τις αναμνήσεις τους. Ρίχνει φως στην καινούργια πατρίδα έχοντας παντοτινό οδηγό τα κληροδοτημένα προς αυτόν  ιδανικά!.

Τετάρτη, 16 Σεπτεμβρίου 2015

Μαρία κολοβού - Ρουμελιώτη




1 σχόλιο:

  1. Σας ευχαριστώ πολύ κυρία Κολοβού για τον χρόνο που διαθέσατε, θα διαβάσω την κριτική σύντομα!!!

    ΑπάντησηΔιαγραφή