Κυριακή 31 Ιανουαρίου 2016

«ΣΤΗΝ ΚΑΤΑΚΟΜΒΗ ΤΗΣ ΣΑΡΚΟΣ» της Μαρίας Κολοβού Ρουμελιώτη -΄Επαινος Νουβέλας στον 34ο Λογοτεχνικό Διαγωνισμό της Π.Ε.Λ. 2016


ΣΤΗΝ ΚΑΤΑΚΟΜΒΗ ΤΗΣ ΣΑΡΚΟΣ ( Απόσπασμα) 



........... Κάποιο απόβραδο,  Μάης θαρρώ πως ήταν, αγνάντευα το λυκόφως απ’ την πλαγιά του Ερύμανθου. Ο ήλιος χαμήλωνε  κι εγώ προσπαθούσα να κρατήσω την φωτεινή εικόνα όσο περισσότερο μπορούσαν τα μάτια μου, μέχρι την ώρα που κατάλαβα πως είχαν έρθει μεσάνυχτα. Τότε,  έβγαλα την φλογέρα μου, σκορπίζοντας τις μελωδίες στη γαλήνη της νύχτας για να εξορκίσω την ταραχή που δημιουργεί ο φόβος της ερημιάς. Ήμουν παιδόπουλο, δεκατεσσάρων ετών. Με το τραγούδι της αθωότητας, ηδυνόμουν! Μπορούσα να ταξιδέψω μακριά… 
Κάθισα λοιπόν σ’ ένα λιθάρι κι έπιασα κουβέντα με τις νότες,  παίζοντας ατέλειωτες ώρες μαζί τους∙ δίχως να καταλάβω, τα χέρια μου λύθηκαν αφήνοντας την φλογέρα στο χώμα και το κορμί  μου βρέθηκε αγκαλιασμένο με τα μαγιάτικα λουλούδια…
 Βρέθηκα, λέει, σε έναν παράξενο τόπο, σ’ ένα απ’ τ’ αλώνια της ζωής. Κι εκείνο το αλώνι, αιωρούνταν στο κέντρο  του σύμπαντος, και πέρα απ’ εκείνη τη μικρή σπιθαμή γης, δεν μπορούσαν να αντικρίσουν τίποτε άλλο τα μάτια μου. Τότε, ξαφνικά, ήρθαν απ’ το πουθενά,  γέροντες με κλασικές φορεσιές κι έπιασαν το χορό μπροστά μου. Μέσα σ’ εκείνο το σύνολο των ανδρειωμένων, ξεχώρισα εσένα, παππού! Να σέρνεις πρώτος το χορό, χορεύοντας πεντοζάλη. 
Τότε, ο νεότερος της παρέας, ένας πανύψηλος άντρας, κρατώντας πάνω στο χορό, το τσιμπούκι στο στόμα του,  άρχισε να ρουφά και να τραβά το στέλεχος της πίπας του∙ δια μαγείας: το τσιμπούκι μεταμορφώθηκε σε δοξάρι…
Έγινε θαύμα!
Στη μέση τ’ αλωνιού, παρουσιάστηκε μια ολόχρυση  πανάρχαια λύρα, κι  ο αδέξιος λυράρης (ένα μικρό παιδόπουλο), άρχισε με επιδεξιότητα να παίζει το ομορφότερο τραγούδι της ζωής∙ ένα τραγούδι που όμοιο δεν είχαν ξανακούσει τ’ αυτιά μου. Κι εσύ παππού… εκστασιασμένος απ’ το τραγούδι, χόρευες! Χόρευες κουνώντας  το  λευκό σου μαντήλι, φορώντας το επίσημο  κρητικό σου φράκο και την πουκαμίσα να ανεμίζει στα βήματα του χορού.
Στο κεφάλι φορούσες ένα καπέλο… Ένα καπέλο, που ποτέ δεν φόρεσες  στην πραγματικότητα! Λαμποκοπούσε κι άστραφτε απ’ τα λεβέντικα λικνίσματα του κορμιού σου. Στο τέλος της στροφής, έπεσες κάτω. Καταϊδρωμένος, με λαμνισμένα μάτια απ’ την έκσταση. Τότε, έτρεξα πλάι σου. Σου έδωσα το χέρι, σε σήκωσα από κάτω και σε πήρα  αγκαλιά μου. Πόσο σου έδειχνα  την αγάπη μου!!!
Τα σώματά μας, έγιναν ένα κορμί κι άκουγα τους χτύπους που ξεπηδούσαν απ’ τα δασά στήθη σου. Εσύ άκουγες τους δικούς μου σφυγμούς: φοβισμένοι χτύποι που ξεχύνονταν άτακτοι απ’ την φυλακή της δικής μου καρδιάς. Φοβόμουν μην πάθεις κάτι και σε χάσω. Σκούπισα το ιδρωμένο σου πρόσωπο, σου πρόσφερα νερό απ’ το δικό μου ποτήρι και σου ‘πα  πως τον επόμενο χορό θα τον χορέψουμε μαζί.  Από μικρός μάθαινα στο πλάι σου τα βήματα της ζωής και πάντα ήσουν  το παράδειγμα μου. Δεν ξέχασα ποτέ  τα κατορθώματά σου!
Τότε, οι υπόλοιποι χορευτές, ζήλεψαν..
 Ζήλεψαν για τη μεγάλη αδυναμία που ‘δειξα για ‘σένα, παππού, και παρεξηγημένος απ’ την άπρεπη συμπεριφορά τους: με πήρες από το χέρι και φύγαμε μαζί.
 Αφού περάσαμε μέσα από βαθιά σκοτάδια, σχίσαμε τα τάρταρα της γης και βγήκαμε   στο περιτύλιγμά της. Περπατούσαμε ώρα αρκετή∙ φορέσαμε κι οι δυο τις  φτερούγες μας και πετάξαμε∙  φτάσαμε στα σύννεφα, δίχως τα σώματά μας!.. Γύρισες  το κεφάλι, και καθώς κρατούσες το άυλο χέρι μου, μού είπες: Απελευθερωθήκαμε από την ματαιότητα των ανθρώπων και την αντιζηλία. Σε κράτησα όσο μακριά μπορούσα απ’ τα σκοτάδια του κόσμου και σου ‘χτισα σπίτι στο αλωνάκι της γης, για να μπορείς από κει πάνω να αντικρίζεις τους σκοπούς της Ζωής και να ακούς την ηχώ του Λυράρη!... Εγώ τώρα, μπορώ να σε αφήσω, ήσυχος… μόνο πριν φύγω, θα σου πω ένα ακόμη: Ρίξε μια ματιά στο σώμα που άφησες πίσω, εκεί στο μικρό αλωνάκι της Γης… Δες το, καλά, και τότε θα δεις: τί είναι ο Άνθρωπος!...
Σώμα, δεν υπήρχε! Δεν αισθανόμουν σάρκα, πάνω μου. Ήμουν μια μικρή, ασήμαντη κουκίδα στο απομεινάρι εκείνο της γης.
Κατέβαινα… Κατέβαινα…
Κατέβαινα αιωρούμενος, με δίχως φτερά, με δίχως σώμα! Τότε άκουσα πίσω μου, την φωνή σου, παππού: «Παιδί μου, Πρόσεχε! Κανένας άγιος δεν άγιασε στον τόπο του! Εσύ γεννήθηκες για άλλους πλανήτες. Κατέβα εκεί που ξεκινήσαμε… Κοίταξε το κορμί σου, και με το πνεύμα σου προσπάθησε να γιατρέψεις τα κουσούρια του. Να λυπηθείς  το σώμα σου! Η σάρκα: είναι η κατακόμβη που μπορείς να κρυφτείς∙ μα όταν λιώσει, μένεις εκτιθέμενος στ’ Αλώνι του Θεού!...»
Κατέβαινα… κατέβαινα….
Κατέβαινα, ώσπου το σώμα μου άρχισε να μεγαλώνει∙ να γίνεται αντιληπτή εικόνα στα μάτια μου.  Η γη είχε γίνει ένα μεγάλο αλώνι που φωτιζόταν με το φως τoυ φεγγαριού. Απ’ το βάθος του δρόμου αναφαινόταν ένα ολόλευκο άλογο. Έτρεχε καλπάζοντας προς το μέρος μου. Ο καβαλάρης κουνούσε τα  γκέμια δεξιά κι αριστερά, κρατώντας τα χαλινάρια όσο πιο σταθερά μπορούσε, στα χέρια του. Σταμάτησε λίγα μέτρα απ’ το γήινο σώμα μου κάνοντας το αγριεμένο άτι να αφηνιάσει και χτυπώντας με θόρυβο τα πόδια του στα κοσκινίδια του θεού:  φοβέρισε το κοπάδι των ζώων  που κοιμόταν στο πλάι μου και  με προστάτευε.
Το ξάφνιασμα  της απρόσμενης επίσκεψης, έκανε τους μικρούς προστάτες μου να σηκωθούν αλαφιασμένοι απ’ τον γαλήνιο ύπνο τους. Στα αυτιά μου ακούστηκαν τα  ξέφρενα κουδουνίσματα των τροκανιών τους. Τότε, πετάχτηκα απ’ τον βαθύ ύπνο μου, τρομαγμένος, και βλέπω στο πλάι μου τον άνθρωπο που μ’ έφερε στη ζωή: Το γιο σου, παππού!... να με κρατεί στην αγκαλιά του, όπως με κρατούσες εσύ πριν ξεκινήσουμε ετούτο  το υπέργειο ταξίδι!
Δεν ξέρω πόση ώρα κράτησε αυτή η ζωντανή μα αλλόκοτη, εμπειρία. Συχνά το παθαίνω… Ανεβαίνω. Κατεβαίνω. Ζω τη Ζωή και το Θάνατο… Την Ύπαρξη και την Ανυπαρξία της ιδίας μου ζωής…
Η μόνη επιθυμία που μου απέμεινε είναι: να με γνωρίσω και να Σε γνωρίσω.
Όλο τα μέλη μου, έγιναν  αντένες σηκωμένες που προσπαθούν να πιάσουν τα ραδιοκύματα του σύμπαντος νου. Μα, όταν καμιά φορά χαλαρώνω ως άνθρωπος, μια φωνή μέσα μου χαλάει την αταραξία μου και  με  τραντάζει:
«Τώρα, τι κάνεις;» μου λέει. «Λάβα που κοχλάζει χωρίς να ρέει: ούτε εμπρός, ούτε πίσω, ούτε δεξιά, ούτε αριστερά∙ μένεις ακίνητος και βρυχάσαι στα σπλάχνα της γης δίχως όφελος... Τι σε φωνάζω τόσα χρόνια; Για  το πού κατευθύνεσαι, δεν έχεις ακόμη γνωρίσει;  H ακινησία, τελματώνει την ψυχή!  Ανέβα!.. Ανέβα!.. Φτάσε ψηλά! Με δυο λευκά  φτερά, αλέκιαστα από ανθρώπινα οράματα πλεονεξίας, ματαιοδοξίας κι αδιάλλακτης υπερηφάνιας…
Ανέβα ψηλά! Να δεις: τι είσαι κάτω στη Γη∙ και να θλιφτείς γι αυτό που θα μπορούσες να αλλάξεις και δεν το άλλαξες ως τώρα. Ένα κουφάρι ντυμένο με φανταχτερά στολίδια, θα δεις∙ σκιάχτρο στα μάτια του θεού! Στόλισε αυτό που είναι δύσκολο να στολίσεις, αυτό που σου κρύβεται, κάθε φορά που το ψάχνεις. Το στόλισμα του επιταφίου σου είναι για τα μάτια των ανθρώπων∙ να λέγουν πως κάτι έκαναν γι αυτόν που έφυγε. Μεγάλα λόγια… Έξοδα υπεροχής… Λιτός κι απέριττος να ‘ναι ο Επιτάφιος! Δίχως δάκρυα κι επιφωνήματα πόνου»..................

Μαρία Κολοβού -Ρουμελιώτη

(Λογοτέχνης - Εικαστικός)
ΠΑΤΡΑ

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου