ΝΟΣΤΑΛΓΟΣ
Παρακαλούσε τον φύλακα άγγελό του
λιγάκι φως να του φέξει,
φτερά να βάλει στους ώμους του,
να τον τυλίξει με τις συλλαβές του ανέμου.
Να δει την αυγή κόκκινη
πίσω από της μοναξιάς τον μαντρότοιχο,
να κάνει ποίηση τα δάκρυα της καρδιάς.
Να ξυπνήσουν οι ευγενείς αισθήσεις
με το κελάηδημα του αηδονιού
γεφύρια να χτίσει με όνειρα.
Ορίζοντες ανοιχτούς ν’ ανταμώσουν τα χρόνια
να νιώσουν ζεστασιά της χειμωνιάς οι ώρες
αναθερμαίνοντας με αγάπη
τα ξεχασμένα παραμύθια
που αφέθηκαν ατελεύτητα στο παραγώνι
πλάι στην ηλακάτη της γιαγιάς.
Έπειτα, ας έπαιρνε την κάτω βόλτα…
Να γείρει το κορμί του στου φεγγαριού τη ρότα
μαζί ν' αναπαυτούν
συντροφιά το ασημένιο φως, το ολόγιομο.
Ήτανε, νύχτα.
Μόνος πορεύθηκε, έτσι όπως ήρθε.
Αιώνια, νοσταλγός.
Σταυρώνοντας τα χέρια στο κορμί του!...
Τρίτη, 12 Μαρτίου 2013
Μαρία Κολοβού Ρουμελιώτη
Τρυφερός ο στίχος, αυθόρμητος και οικείος, γεμάτος αναπόληση. Απόθεμα μνήμης και αγάπης σε λέξεις που ακόμη πονούν αλλά όταν η διαδρομή της ζωής σου είναι γεμάτη, δεν φοβάσαι το θάνατο. Μια άλλη οπτική σε οδηγεί σε μια μεστή ωριμότητα και γνώση, γιατί αυτά που σε πόνεσαν σε διαμόρφωσαν.
ΑπάντησηΔιαγραφήΝα είσαι καλά Μαρία μου!
Την αγάπη μου!
ΑπάντησηΔιαγραφήΠολύ με συγκινεί ο λόγος σου, Αννίκα μου.
Σε ευχαριστώ από καρδιάς.
Καλό σου βράδυ!