Τρίτη 7 Μαρτίου 2017

«ΓΡΑΜΜΑΤΑ ΠΟΥ ΔΕΝ ΕΣΤΕΙΛΑ ΠΟΤΕ» της Μαρίας Κολοβού - Ρουμελιώτη. Αφιέρωμα στο Νίκο Καζαντζάκη.

Αποτέλεσμα εικόνας
  
(Ως «Έτος Νίκου Καζαντζάκη» κήρυξε το υπουργείο Πολιτισμού το 2017, καθώς συμπληρώνονται 60 χρόνια από τον θάνατο του μεγάλου Κρητικού διανοητή, παγκόσμιας εμβέλειας. Οι επιστολές που ακολουθούν, είναι  ανέκδοτες επιστολές,  από το προσωπικό μου ημερολόγιο 1980-1981).

Μαρία Κολοβού Ρουμελιώτη

1η επιστολή

Αγαπημένε μου παππού!

Νιώθω μεγάλη χαρά που κινώ για ένα δύσκολο σκοπό κι έχω γύρα μου συνεργάτη φλογερό και τίμιο∙ να  με καθοδηγεί και να γαληνεύει τις φουρτούνες  μου να μη με καταπνίξουν∙ να με κρατά στο δρόμο, σπιρουνίζοντας κάθε τόσο το μυαλό να μη το αποβλακώνει η σιγουριά και η βεβαιότητα.
Με σπιρουνίζεις, παππού. Με σπιρουνίζεις, να ανακαλύπτω τα μονοπάτια του Θεού που δεν αφήνουν τη ψυχή να σαπίσει. Μου κρατάς το χέρι. Προχωρούμε. Δε σταματάς καθόλου να με καθοδηγείς.
«Μη φοβάσαι τη φτώχια, τη γύμνια, φτάνει να ‘χεις καλό συντρόφι» μου λες.  Κι εγώ σ’ ακούω και ραγίζω   από συγκίνηση.  Καταλαβαίνω  πως με τα δάκρυα δεν μπορώ να γυρίσω τους νερόμυλους   του Θεού, να σπάσει το στάρι και να ζυμώσω ψωμί. Έτσι, σταμάτησα πια να κλαίω. Τα δάκρυα μούλιασαν  τις πληγές μου∙ άνοιξαν  το καύκαλό τους   κι αφόρμισαν το «είναι» μου. Εκείνο που προσπαθώ, είναι  να κρατήσω κατάκαρπο το δέντρο της εφηβικής μου άνθησης.  Κι ας βλέπω το βαθύσκιωτο κι αγέλαστο πρόσωπο της κοινωνίας… Κι ας παίρνω  την ακαταλαβίστικη απάντηση του πατέρα «γιατί  είναι μαύρη η καρδιάς της κουτσουπιάς…»  στο ερώτημά μου: «Γιατί δεν γελάει τ’ αχείλι σου, πατέρα;».   
Τότε,  θυμάμαι τα λόγια σου: «Τρέξε να προφτάσεις την αρχή της τελετής…» κι αφήνομαι  να σου εμπιστεύομαι  όλα  τα μυστικά μου!..

26 Οκτώβρη  1980

Μαρία Κολοβού 

2η  επιστολή

Αγαπημένε μου παππού!

Σήμερα επέστρεψα μούσκεμα απ’ το σχολείο. Ο καιρός, μέρες, τώρα, έχει φανερώσει τις άγριες διαθέσεις του και ο χειμώνας έχει δείξει επανειλημμένως τα λυμασμένα δόντια του. Κάνει αφόρητο κρύο.  
Η μάνα, πριν φύγει για τις δουλειές στα χωράφια, ετοίμασε φαγητό. Έφαγα τηγανητές πατάτες μ’ αυγά.  Οι πατάτες ήταν παγωμένες και τα αυγά  είχαν γίνει σαν πλαστελίνη. Από την πείνα μου, έφαγα αδιαμαρτύρητα...
Άναψα το τζάκι. Γέμισα τα παχνιά των αλόγων με σανό. Τάισα τα   κλωσσόπουλα. Ετοίμασα τροφή στα χοιρινά. Πριν νυχτώσει, είχα τελειώσει  όλες τις δουλειές που μου είχαν  αναθέσει οι γονείς. Επιστρέφοντας, άναψα την λάμπα πετρελαίου και ξεκίνησα τη μελέτη.
Ανοίγω το τεφτέρι μου. Σκύβω μέσα μου κι ανατριχιάζω. Συνεχώς, ξεπετιούνται όλοι εκείνοι οι αιμοβόροι κουρσάροι της θάλασσας του νου. Καθώς  είναι πολεμοχαρείς,  δεν μπορεί να τους σταματήσει μήτε φόβος Θεού, μήτε οργή ανθρώπου. Περνούν αντάρτικα απ’ το εργαστήρι της πένας σου για να τους πλανίσεις. Κάθονται  πλάι σου. Μέσα σε χιλιάδες χειρόγραφα  ξεσκεπάζουν τη μορφή σου. Τότε το αίμα χουρχουρίζει στο κεφάλι μου και πλάθει εικόνες. Σε φαντάζομαι βρακοφόρο, με πρόσωπο γεμάτο φέγγος που αδημονεί ν’ αγγίξει την τελειότητα. Η ψυχή μου σμίγει με τη δική σου φωνή και σ’ ονειρεύομαι να μέλπεις  το αγαπημένο σου τραγούδι, ανεβαίνοντας το στρατί  προς το κάστρο. Τότε αρχίζω, σαν νανούρισμα, να τραγουδώ:
Σπυρί πιπέρι έσπειρα / στης Μαργαρώς τα χείλη / κι εκείνο πυκνοφύτρωσε / γίνη δεντρί μεγάλο. / Ρωμαίοι το θερίζουνε / Τούρκοι το κουβαλούνε / και η Μαργαρώ τ’ αλώνιζε / στο άλογο καβάλα. 
Η φωνή σου καμπανίζει το δρόμο μου. Πάνω της εμπιστεύομαι όλες τις χαρές και τις πίκρες μου∙ τις μυστικές λαχτάρες και τα αναπάντητα ερωτηματικά. Σφίγγω στη φούχτα δυο δράμια χώμα και λέγω: Δε θέλω να γίνω χώμα. Θέλω να γίνω καρποφόρο δέντρο, να ταΐσω την πεινασμένη  σκέψη μου.
Μαζεύω τα σύνεργά μου. Ρίχνω μια στερνή ματιά γύρω μου και  φυλακίζω κοντά μου τη θέληση που με κρατά όρθιο… Ακουμπώ  πάνω σου τις φυλλάδες μου και σου σιγοψιθυρίζω τις έγνοιες της μέρας.  Προσεύχομαι στον Αι- Μηνά γιατί είναι ο καπετάνιος του Μεγάλου Κάστρου. Σφίγγω στη γροθιά μου πικραμύγδαλα,  τα κάνω σκόνη. Τρίζω τα δόντια να μαλακώσει η φουρτούνα μου…

Φλεβάρης  1981

Μαρία Κολοβού

3η επιστολή

Αγαπημένε μου παππού!
Χθες βράδυ σ’ ονειρεύτηκα. Είδα, λέει, πως ήσουν ασκητής κι ανέβαινες  την κορυφή του Ψηλορείτη να συναντήσεις τους αετούς. Προχωρούσες αγέρωχος. Ακούραστος. Έχοντας στραμμένο το ολοφώτεινο πρόσωπό σου στον ήλιο. Προχωρούσες ανάμεσα σε πρίνους, κυπαρίσσια, σκίνα και λιόδεντρα. Πλάι, ανθισμένα κυκλάμινα, κεφαλάνθηρα και  λυπητερά. Χασμόφυτα και πετρομάρουλα σκέπαζαν το μούτρο του βουνού. Ο  δίκταμος και η ρίγανη ευωδίαζαν παντού  τη ματωμένη γη της Κρήτης.
Ανέβαινες… Ανέβαινες… Όλο  ανέβαινες…
Όταν έφτασες στην κορφή, η σάρκα σου έγινε διάφανη.  Το πρόσωπό σου πήρε θεϊκή λάμψη και μεταμορφώθηκες σε φως. Μόνο φως. Έγινες Ήλιος!
Τότε με είδα να έχω ξεφύγει από το σμήνος των αετών που συνάντησες.  Άρχισες να με ψάχνεις. Πήρες το δρόμο της ατέρμονης αναζήτησης μεταμορφωμένος σε αετό με γαλανόλευκες φτερούγες. Πάσχιζες να με βρεις…
Με συνάντησες στα ριζά του βουνού,  μέσα σε ατέρμονη μοναξιά και θλίψη. Τσαλαβουτούσα στα λασπόνερα∙  γευόμουν το νερό από τη θολωμένη γούρνα των ανθρώπων.  Έπινα σιωπηλά στρέφοντας τα μάτια  μου στον ουρανό. Με πλησίασες:
-Τι κάνεις εδώ μοναχικό αετόπουλο; Τι τα ‘χεις τα φτερά σου; Ρώτησες.
Σε κοίταξα μελαγχολικά, γεμάτος δέος. Μέσα απ’ το γαμψό ράμφος μου δεν μπορούσε  να βγει μήτε κραυγή, μήτε φωνή. Με τη σιωπή μου διαισθανόσουν την θλίψη μου.
-Έλα, μου ‘πες, εκεί πάνω σε περιμένουν τ’ αδέλφια σου! Και μου έδειξες τους ελεύθερους αετούς του Ψηλορείτη που πετούσαν μεσούρανα.
Τότε μίλησα μ’ ανθρώπινη φωνή  και με δάκρυα στα μάτια απάντησα ποιητικά:
Εκεί που ζεις με τους αητούς/ Αητέ μου, εγώ ποτέ δεν φτάνω/ Στο δρόμο προς τον ουρανό /Τη δύναμή μου χάνω. / Είσαι της Κρήτης αετός/ Κι ούλης της οικουμένης/ Εσύ πετάς πάντα ψηλά/  Και στα ψηλά θα μένεις! / Άσε με δω στα χαμηλά/ Για να σε αγναντεύω/ Στις  τροφαντές φτερούγες σου/ Το όνειρο να δένω…
Το πρωί, είπα το όνειρο στη μητέρα. Μου απάντησε πως  τα  όνειρα είναι οι μυστικοί οδηγοί μας και πρέπει να τα εμπιστευόμαστε. Τότε άρχισα να της απαγγέλω  λόγια δικά σου: «Ερχόμαστε από μια σκοτεινή άβυσσο. Καταλήγουμε σε μια σκοτεινή άβυσσο. Το μεταξύ φωτεινό διάστημα το λέμε Ζωή.   Όλα τούτα που θωρώ, γρικώ, γεύουμαι, οσφραίνουμαι κι αγγίζω είναι πλάσματα του νου μου. Δε δέχουμαι τα σύνορα, δε με χωρούν τα φαινόμενα, πνίγουμαι! Ο νους βολεύεται. Θέλει να γιομώσει μ’ έργα μεγάλα τη φυλακή του, το κρανίο. Μα ξάφνου μια σπαραχτικιά κραυγή μέσα μου -Βοήθεια! φωνάζει και μαζώχνω τη δύναμή μου κι αφουκράζομαι. Όλη  η καρδιά μου γίνεται μια κραυγή. Ακούμπησε απάνω στο στήθος μου να την ακούσεις…».
Η μητέρα ακούμπησε  στο στήθος μου. Συγκινήθηκε και είπε:
«Μεγάλα λόγια, τούτα, παιδί μου! Ποιος μεγάλος δάσκαλος σου τα μαθαίνει;»
«Ο Καζαντζάκης!» απάντησα  με περηφάνια.

Μάρτης 1981

Μαρία Κολοβού
  
4η επιστολή

Αγαπημένε μου παππού!
Σήμερα ξημερώνει Σάββατο. Οι αλλόκοτοι αστερισμοί  με τα σφυριά και τα δρεπάνια, τα κόκκινα ματωμένα αστέρια που φωσφόριζαν επανάσταση ζωής, απόψε ξεθώριασαν. Μολύνθηκαν από εμφύλιες συγκρούσεις. Καλύφτηκαν τα  συνθήματα με διφορούμενες σκέψεις.  
Ο ουρανός είναι  γκρίζος. Τα ρουθούνια και τα στόματα στους δρόμους καπνίζουν  μολεμένο καπνό. Η κόκκινη πλατεία ορφάνεψε. Οι μικρόσωμοι κινέζοι έχουν απλώσει τις πραμάτειες τους δίχως παράσημα στο στήθος.  Η χώρα των Θεών κλαίει για τον θάνατο ενός αθάνατου. Τις επιστολές δεν τις στέλνει πια ο αγγελιοφόρος Ερμής. Τα  γράμματα  έχουν απογίνει παιχνίδια παρηγοριάς για μας τους θνητούς.
Τόσο μαρτύριο στον κόσμο… Ποιος  ο σκοπός; Μη με ρωτάς. Κανείς δεν ξέρει. Ακόμη κι ο Θεός, δεν ξέρει. Αν ήξερε, θα είχε δώσει τη λύση. Ακολουθεί κι Αυτός μαζί μας αντιστεκόμενος τη βεβήλωσή του. Η πείνα, η φτώχια, η αδικία και το σκοτάδι της καρδιάς παίρνουν μορφή. Γίνονται διαμελισμένα σώματα, σκελετωμένα κορμιά και κραυγές αγωνίας…
Κάποιος  μέσα μου αγωνίζεται και φωνάζει: «Κάθε άνθρωπος, κάθε λαός, σηκώνει στον ώμο του το σταυρό του. Οι πιο πολλοί τον κουβαλούν ως να πεθάνουν και κανένας δεν βρίσκεται να τους σταυρώσει. Χαρά σε όποιον σταυρωθεί γιατί αυτός μονάχα θα χαρεί ανάσταση».
Ο πατέρας γύρισε μουσκεμένος απ’ τις δουλειές στα κτήματα. Κουβαλάει στην πλάτη του τη ζωή.  Σπάει τη πέτρα και φυτεύει περιβόλια. Προσεύχεται στον άγιο του να φέρει πλούσια σοδειά.
Συχνά  με μαλώνει επειδή μελετάω ως αργά τα βράδια και τελειώνω το πετρέλαιο της λάμπας. «Πρέπει να κάνεις οικονομία…», λέει, και τον  ακούω να διαμαρτύρεται απευθυνόμενος στη μητέρα: «Οι γυναίκες δεν πρέπει να μαθαίνουνε πολλά γράμματα. Γίνονται κουμουνίστριες. Αλλάζουν αγαπητικούς. Θα τη σταματήσω απ’ το σχολειό…».
Πήγα στο εικονοστάσι  κι άναψα το καντήλι. Κατέβασα τη στεφανοθήκη με τα στέφανα της γιαγιάς κι έβαλα μέσα το γράμμα που έγραψα για σένα για να μη το βρει ο πατέρας. Θα τ’ αφήσω εκεί μέχρι ν’ αλλάξει γνώμη. Πλάι στον Εσταυρωμένο ίσως κάποια στιγμή γνωρίσει ανάσταση….

Μάρτης 1981

Μαρία Κολοβού


5η επιστολή

Αγαπημένε μου παππού!
Έχω καιρό που κάθομαι τις νύχτες και σου γράφω. Όμως, μου είναι αδύνατον να σου ταχυδρομήσω τις επιστολές. Οι συνεχιζόμενες μετακινήσεις σου με αποπροσανατολίζουν.  Δεν  έχω  συστάσεις σου  και παγιδεύομαι στην ελπίδα  πως κάποτε θα σε συναντήσω για να τα πούμε από κοντά.  Εκείνο   που κάνω, είναι, να καταχωνιάζω τα γράμματά μου μέσα στο εικόνισμα με τα στέφανα της γιαγιάς. Φοβάμαι μη τα ανακαλύψει ο πατέρας  και με πάρει για αλαφροΐσκιωτη. Μη μολογήσει πως ομιλώ με φαντάσματα και με κλείσει στην απομόνωση…
Πριν λίγες μέρες, οι γονείς, αποφάσισαν να βάψουν τη σάλα. Θέλουν, λένε, να φρεσκάρουν   το σπιτικό και να ξαραχνιάσουν τη σκεπή  με τα εικονίσματα. Τότε θυμήθηκα τον κρυμμένο μου θησαυρό…
Έβγαλα τα εικονίσματα και τα στέφανα της γιαγιάς.  Τα ξεσκόνισα, άνοιξα προσεκτικά τη στεφανοθήκη και σε κράτησα στα χέρια μου… Ένιωσα  κάτι να μου ταρακουνάει το μυαλό. Ανακάλυψα τη μυστική δύναμη που χρόνια κρυβόταν στα κατάβαθα της ψυχής μου.  
Πλημμύρησες τα σωθικά μου, παππού! Με συγκίνησες και με ωρίμασες. Σταμάτησα να φοβάμαι τις απειλές και τις φοβέρες.  Έτσι, πήρα την απόφαση  να μην αφήσω το νου να κιτρινίσει μαζί με τις ανεπίδοτες επιστολές στο πέρασμα των χρόνων.
Θα κάνω οικονομίες από το λιγοστό χαρτζιλίκι μου.  Θα ζωγραφίσω το πορτρέτο σου.  Θα το τοποθετήσω σε περίοπτη θέση. Θα τακτοποιήσω ονειρικά πλάι του τις επιστολές και θα στις αναγνώσω. Θα πάρω θαρρετά τα χειρόγραφά σου, θα καθίσω στο παραγώνι  μαζί με τον πατέρα.  Θα του μιλήσω σταράτα για τον μεγάλο μου σεβντά  κι έπειτα θα του τραγουδήσω το   αγαπημένο σου τραγούδι  για να του γαληνέψω την ψυχή:

Σπυρί πιπέρι έσπειρα
στης Μαργαρώς τα χείλη
κι εκείνο πυκνοφύτρωσε
γίνη δεντρί μεγάλο.

Ρωμαίοι το θερίζουνε
Τούρκοι το κουβαλούνε
και η Μαργαρώ τ’ αλώνιζε
στο άλογο καβάλα. 
  
Μάιος 1981

Μαρία Κολοβού

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου