Δευτέρα 17 Ιουλίου 2017

«ΠΡΩΙ ΣΤΙΣ ΑΚΤΕΣ ΤΟΥ ΜΠΟΤΑΝΥ ΜΠΑΥ» ένα λησμονημένο διήγημα του Γεράσιμου Λυμπεράτου που μεταφέρει το σκεπτικό του Έλληνα μετανάστη .



Αποτέλεσμα εικόνας για θάλασσα και γλάροι





Να που η νύχτα ετράπει σε φυγή από τις επιθέσεις της μέρας, και φάνηκε το εξαίσιο χάραμα. Κι η πρώτη ματιά του ήλιου, ερευνητική κι ακολούθως πανευτυχής, από το αντίκρυσμα του ασυννέφιαστου ουρανού, άρχισε να εφαρμόζει το σχέδιο κατάκτησής του. Σπιθαμή -σπιθαμή ανέβαινε στα μεσούρανα προσφέροντας στα πάντα και στους πάντες το φιλί της ζωής. Μα είχαν προηγηθεί οι γλάροι που στο πρώτο ξέφωτο, άνοιξαν τις φτερούγες τους κι άρχισαν να πετούν πάνω από το θαλάσσιο χώρο του Βότανυ βάυ. Κοντά τους κι απέναντί τους απ τις παραθαλάσσιες κουκουναριές ξεπρόβαλαν κι οι παπαγάλοι με το κίτρινο λοφίο κι ετοίμαζαν τους νεογνούς τους σε μια άνευ όρων θορυβώδη διαδήλωση πάνω απ τις παραπλήσιες στέγες των σπιτιών που κοιτούσαν την θάλασσα. Kι έμοιαζαν σαν να κάνουν την πρωινή τους γυμναστική, το πρωινό ξεμούδιασμά τους ύστερα από την ολονύκτια στητή ακινησία τους στην παραλία και στα δέντρα αντιστοίχως. Τώρα όλα ξανάβρισκαν το χρώμα τους, την κίνηση τον ήχο. Ακόμη κι αυτή η ψυχή γαληνεμένη απ τους ψίθυρους των κυμάτων της θάλασσας, της πρωινής αύρας και των εικόνων του ονειρεμένου πρωινού, ξανάβρισκε την αυτοπεποίθησή της, ύστερα από μια τρομερή νύχτα λυπηρών αναμνήσεων, επιστροφής στο χθες. Στο χθες, που ένα καράβι σφύριζε τρείς φορές σαλπάροντας για μέρη άγνωστα, που ένας έρωτας πέθαινε στο κρίμα των υποσχέσεων κι ένα όνειρο για επιβίωση, πλανιόταν στους τόπους δουλειάς μια άγνωστης πατρίδας. Είναι η πιο γλυκιά στιγμή το χάραμα της μέρας. Κι αν είναι καλοκαίρι ακόμη καλύτερα. Κι όχι για τίποτε άλλο αλλά γιατί κανείς - κοιτάζοντας το χάραμα - δεν μπορεί να ξεφύγει από τις αναμνήσεις του χθές. Σαν να το ζητά η ίδια η καρδιά, κάθε φορά να θέλει ν αδειάσει από δαύτες που έχουν ριζώσει μέσα της. Λύπες της καθημερινότητας ανάμεσα σε σούρουπα με πυρακτωμένα δειλινά, αυτές οι αναμνήσεις. Τραγούδι θλιμμένο που μ αυτό αναζητούσε την πατρίδα του την οικογένεια του ο νεαρός τότε μετανάστης. Λύπες και στους τόπους δουλειάς, την σκληρή εργασία, την δυσκολία της γλώσσας, και τις απεριόριστες υπερωρίες για ν ‘ρθει ένα τέτοιο ξημέρωμα σαν το σημερινό. Να μπορεί να απολαμβάνει στην ξανθή παραλία τα παιδάκια του, που έπαιζαν. Να μπορεί να κοιτάζει ναι, ο, τι δεν πρόλαβε να δει στην νεότητα του.  Ό,τι δεν πρόλαβε να γνωρίσει, την διασκέδαση, τον έρωτα καλά-καλά. Δουλειά σπίτι δουλειά. Και τώρα αυτά τα κουρασμένα μάτια κοντά σ αυτό το λαμπρό φωτεινό χάραμα ξαναβρίσκουν αυτή την χαμένη διαύγειά τους. Καθώς κάθε φορά ανακαλύπτουν το χαμένο τους χαμόγελο, στο χαμόγελο των μικρών παιδιών που έπαιζαν στην άμμο.
Κι η θάλασσα, αυτή που όλοι αγαπάμε γεμάτη ευαισθησίες είναι. Καθώς δεν αντέχει στους κόρφους της, στην απλωσιά της τίποτε, όλα τα ξεβράζει στις αμμουδιές, ότι σχετίζεται με το άχρηστο, το θάνατο αλλά και που κάποια από αυτά να γίνονται παιχνίδι στα χέρια των παιδιών. Αστερίες, τοπάζια, κοχύλια, δίχτυα ψαράδων. Η θάλασσα που εμπιστευόμαστε, που ακούει κάθε φορά την εξομολόγηση της ψυχής μας και που ύστερα από μερικές βαθιές εισπνοές νιώθαμε καλλίτερα καθώς το πρόβλημά μας τελικά δεν ήταν και τόσο μεγάλο όσο πιστεύαμε. Ωστόσο ήξερε να κρατά καλά τα μυστικά μας. Και είχαμε μυστικά. Τα πιο πολλά ήταν εκμυστηρεύσεις για μια αγάπη π’ αργούσε να φανεί, κι άλλα για την απέραντη μοναξιά που νιώθαμε όλα αυτά τα σκληρά χρόνια της επιβίωσης σαν μετανάστες.

Χάραμα τώρα, μέρα. Φως, άπλετο ηλίου φως. Αγκαλιάζει των ψαράδων την «ψαριά», την περιέργεια του κόσμου, την απογείωση ενός αεροπλάνου από το κοντινό αεροδρόμιο, τα αυτοκίνητα που γιομίζουν ασφυκτικά τους δρόμους. Και σαν όλα παίρνουν την θέση τους κι η καρδιά αλαφρώνει, βρίσκεται η ώρα να πιάνουμε από το αυτί την σημερινή καθημερινότητα , την πραγματικότητα, αρχίζοντας από τους πολέμους και φτάνοντας στις οικονομικές κρίσεις, τον αγώνα των λαών για ένα καλλίτερο κόσμο. Και τότε ακριβώς σαν να άνοιξαν τα σπλάχνα της γης ακούστηκε από πολύ κοντά μας το τραγούδι των Ιθαγενών από ένα ντιρεντιτζού που το κρατούσαν τα χέρια ενός ιθαγενή. Σαν ένα απόμακρο βουητό που σημάδευε τον κάθε ένα από μας και όλους μαζί για τις ευθύνες μας, τα λάθη μας αλλά και τις δικές τους προσδοκίες, τα όνειρά τους. Γιατί εντελώς ξαφνικά κι αυθόρμητα αφήσαμε τα δικά μας στην άκρη καθώς σ αυτές τις ακρογιαλιές του Μπότανυ Μπάυ θεριέψανε οι θρύλοι και τα μίση της εποχής του καπετάνιου Κούκ και των Ιθαγενών. Ένα πονεμένο οργισμένο τραγούδι από το ντιρεντιτζού μας ξαναγυρίζει πίσω στα χρόνια της αρπαγής της γης τους από τους Ευρωπαίους θαλασσοκράτες της Αγγλίας. Μας υπενθυμίζει πως αυτή η γη ήταν κάποτε δική τους κι έχουν δικαιώματα πάνω σ’ αυτήν που όλοι εμείς με την σιγή μας αρνούμαστε την ικανοποίησή τους. Έτσι είναι πάντα στις ακτές του Μπότανυ Μπάυ. Αρχίζει με ένα λαμπερό ήλιο, με το άδειασμα των κατάδικων, τον αφανισμό των Ιθαγενών, Το γέμισμα με μετανάστες και ο επίλογος ένα ντιρεντιτζού να δίνει το παρόν για ένα λησμονημένο παρελθόν.

Γεράσιμος  Λυμπεράτος

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου