Πέμπτη 6 Μαΐου 2021

Απόσπασμα από το μυθιστόρημα «ΑΛΦΕΣ» της Μαρίας Κολοβού Ρουμελιώτη, Εκδόσεις «ΔΟΝΤΙ » Δεκέμβρης 2016 , σελ:152-155.

 

17.

Απρίλης θαρρώ πως ήταν. Δευτέρα, ημέρα Λαμπρής. Ξάπλωσε να κοιμηθεί έπειτα από μεγάλο φαγοπότι και δεν ξύπνησε ξανά.

Λίγες εικόνες θυμάμαι απ’ τον παππού, γιατί ήμουν μικρή όταν έφυγε απ’ την ζωή και μας άφησε. Μου έρχεται στο μυαλό το τεράστιο ολόλευκο μουστάκι του, η μεγάλη ελιά στο πρόσωπό του και η «λαγούσα» του (έτσι έλεγε ο παππούς το μπαστούνι του).
Στα τέλη της ζωής του έχανε το μυαλό του και δεν μας αναγνώριζε όλες τις φορές. Θυμάμαι κάποτε μας φοβέριζε για να μην του κλέψουμε τη «γριά» του.
«Παλιοκλέφτες!», φώναζε ο παππούς. «Φύγετε παλιοκλέφτες!» και μας κυνηγούσε. Κάποια στιγμή, χωρίς να πάρουμε είδηση το πώς, άρπαξε τη μεγάλη μου αδελφή απ’ τα μαλλιά και της έβγαλε τρίχα – τρίχα το μαλλί απ’ το κεφάλι. Εκείνη, γονατισμένη στα πόδια του, τον παρακαλούσε: «Παππουλάκο μου, καλέ μου παππούλη, δεν με γνωρίζεις; Η εγγονούλα σου είμαι. Δεν είμαι ο κλέφτης που θα σου αρπάξει τη γιαγιά!».
Την κοιτούσε αγριεμένος, γεμάτος θυμό. Κάποια στιγμή ξεθόλωσε ο νους του και την αναγνώρισε.
«Άντε στην ευχή Τριγώνα μου και φέρε τη γριά μου!» είπε  ελευθερώνοντας το χέρι του απ’ το κεφάλι της.
Φύγαμε τρέχοντας να κρυφτούμε γιατί ήμασταν μικρά και φοβηθήκαμε. Φοβόταν κι αυτός μην την χάσει, αλλά χάθηκε πρώτος. Την άφησε μονάχη τη γιαγιά Φουρλούμπω κι έμεινε χήρα για πολλά χρόνια.
Από τότε που έμεινε μόνη η γιαγιά, έχασε την ζωντάνια της. Έπιανε τ’ αγκωνάρια του σπιτιού και καθώς λιαζόταν στον ήλιο καθόταν και τραγουδούσε για χαμένες αγάπες.
 

Αρνιά βελάζουν Γκόλφω φωνάζουν

αρνιά βελάζουν στο μαντρί
κι η Γκόλφω δεν ήταν εκεί.
-Πού ήσουν Γκόλφω κι άργησες

και μένανε παράτησες;

-Ήμουνα πάνω στο Χελμό

πήγα να πιω κρύο νερό.

-Το ‘μαθες Γκόλφω σ’ άφησα

κι άλλη αγάπη αγάπησα …

 

«Ωχ, εμένα! Πού είσαι Ηρακλή μου; Πού με άφησες μονάχη μου σαν καλαμιά στον κάμπο; Ωχ!», έλεγε η γιαγιά και ξανάρχιζε το τραγούδι.

 

Τι να της κάνω της καρδιάς που ‘ναι παραπονιάρα..

Βολές με κάνει και γελώ, βολές – βολές να κλαίω.

Αγάπη είχα κι έχασα απ’ την ανεμελιά μου

τώρα τον τρώει η μαύρη γης και θλίβεται η καρδιά μου.

Φεγγάρι μου που ‘σαι ψηλά και φέγγεις στα σκοτάδια,

πες μου για την αγάπη μου σε ποιά χαρίζει χάδια;

Σε τι τραπέζι τρώει ψωμί; Σε τι ταβέρνες πίνει;

Σαν τι χεράκια τον κερνούν και τα δικά μου τρέμουν;

Σαν τι ματάκια τον κοιτούν και τα δικά μου κλαίνε;

 

Τέτοια τραγούδια έλεγε η γιαγιά και τα αυτιά μας γέμιζαν μελωδίες. Τα καλοκαίρια με τις μεγάλες ζέστες έπιανε τους ίσκιους κάτω από τις αχλαδιές. Έστρωνε ένα κουρέλι κοντά στη ρίζα του δέντρου και ξάπλωνε μέχρι να φύγει η μεσημεριανή λάβα. Άλλες φορές μάζευε τα παλιόρουχά μας και  τα μπάλωνε βάζοντας τ’ ένα μπάλωμα πάνω στ’ άλλο. Κι εμείς θέλαμε να της τραβήξουμε την προσοχή! Ψάχναμε στις αποθήκες… Ψάχναμε τους σωρούς με τα παλιόρουχα… Ξηλώναμε κανένα παλιοκέντημα μαζεύοντας κλωστούλες. Τις συγκεντρώναμε μέσα στη χούφτα μας και της λέγαμε:

-Γιαγιά – γιαγιά, σου έχουμε έκπληξη!

-Τι θέλετε διαβολάκια μου; Ξανά πάνω απ’ το κεφάλι μου ήρθατε;

-Δώσε την ευχή σου και θα σου δείξουμε!

-Να ‘χετε την ευχή μου, κάτω απ’ το βρακί μου! Έλεγε γελώντας και φαινόταν το μπροστινό μοναδικό της δόντι.

Τότε της δίναμε τις κλωστές κι εκείνη της έβαζε στην κρυψώνα της για να τις χρησιμοποιήσει όταν θα ξέμενε από κουβαρίστρα. Άλλες φορές την έπαιρνε ο ύπνος κάτω από το δέντρο κι εμείς τότε προσπαθούσαμε να σκηνοθετήσουμε το πιο άγαρμπο αστείο, για να γελάσουμε μαζί της.

Ανεβαίναμε πάνω στο δέντρο, πιάναμε έναν τζίτζικα, του κόβαμε τις φτερούγες για να μην μπορεί να πετάξει και του δέναμε στο κεφάλι μια μακριά κλωστή. Με  κίνηση σπιρτόζα  αφήναμε το έντομο να κατέβει ως το σημείο που κοιμόταν η γιαγιά και να σύρει  τα ποδαράκια του στα χείλη και στη μύτη. Πεταγόταν αλαφιασμένη, προσπαθώντας να διώξει τον τρομοκράτη από πάνω της.

-Ω που να σας θάψω..! έλεγε. Παιδιά είσαστε εσείς ή διαβόλοι;

Κι άλλες φορές πιάναμε βατράχια και καθώς κοιμόταν ήρεμη κάτω απ’ το δέντρο, αφήναμε το βατράχι μέσα στο μεγάλο της βρακί με το βρακοζώνι. Ο Θεός να την αναπαύσει! Δεν την αφήναμε την καημενούλα να ηρεμήσει. Μέχρι και την ώρα που θα καθόταν για φαγητό εμείς την πειράζαμε:

-Γιαγιά – γιαγιά! Κουνιέται η μασέλα σου. Και της δίναμε μια μπουκιά ψωμί για να μασήσει και να βλέπουμε πως ταρακουνιόταν το κεφάλι της κατά την διάρκεια της μάσησης. Μας φαινόταν αστεία, έτσι μονοδόντα καθώς ήταν. Που να καταλάβουμε… Παιδιά ήμασταν!

Αχ! Κοροϊδεύετε, ξεκουρντισμένα μου. Εκεί που είσαι, ήμουνα, κι εδώ που είμαι, θα ‘ρθεις…!» έλεγε η γιαγιά χωρίς να καταλαβαίνουμε τι εννοούσε.

Πέρασαν πολλά χρόνια για να καταλάβουμε τι ήθελε να μας πει τότε η γιαγιά. Και τώρα που μεγάλωσα, ήρθε η ώρα να επαναλάβω τα λόγια της, τα τόσο απλά και περιεκτικά. «Εκεί που είσαι ήμουνα κι εδώ που είμαι θα ‘ρθεις..!»

Ρόδα είναι η ζωή και γυρίζει …!

 

 

2 σχόλια:

  1. Χρόνια Πολλά, Χριστός Ανέστη γλυκιά μου!
    Με υγεία και κάθε καλό!
    υπέροχο το πεζογράφημά σου!

    ΑπάντησηΔιαγραφή
  2. Αληθώς Ανέστη, αγαπητή μου Κική!
    Σε ευχαριστώ για την επίσκεψη και τις εγκάρδιες ευχές σου, αντευχόμενη να έχεις Υγεία και πνευματική δύναμη να συνεχίζεις να προσφέρεις νέα δημιουργήματα με το τάλαντο που σε προίκισε ο Θεός.!

    ΑπάντησηΔιαγραφή