Παρασκευή 21 Μαΐου 2021

«ΣΤΗΝ ΚΑΤΑΚΟΜΒΗ ΤΗΣ ΣΑΡΚΟΣ» της Μαρίας Κολοβού Ρουμελιώτη. Συμμετοχή στην Συλλογική Ετήσια Ανθολογία Ποίησης και Διηγήματος «ΤΑΞΙΔΙ ΜΕ ΤΙΣ ΠΝΟΕΣ ΤΗΣ ΑΝΟΙΞΗΣ», Εκδόσεις Πνοές Λόγου και Τέχνης, 2021.




 

Ανεξερεύνητο κάστρο κι απάτητο φρούριο είναι η ψυχή.
Μέρος τυραννικό!
Κει μέσα, ανήμερα θεριά βρυχούνται… ξεσχίζοντας
κάθε απομεινάρι Υπομονής, Σεβασμού κι Ανθρωπιάς...
Κι ο Θεός φύτεψε το Δέντρο της Ζωής καταμεσής του Ουρανού
να  το ποτίζει όποτε, κι όσο, Αυτός αποφασίσει!...
αφήνοντας τους ανθρώπους να διοικούν κατά τη βούλησή τους
χτίζοντας Πύργους της Βαβέλ
για να υψωθούν πιο πάνω απ’ το ανάστημα τους
τυραννώντας οι ίδιοι τους εαυτούς τους...

 

 


« ΣΤΗΝ ΚΑΤΑΚΟΜΒΗ ΤΗΣ ΣΑΡΚΟΣ» της Μαρίας Κολοβού Ρουμελιώτη

 

 

 

Είμαι ανήσυχος. Πολύ ανήσυχος! Το μαύρο πέπλο της χήρας μου ψυχής δεν το αντέχω. Το βαρύγδουπο χέρι μου, το τραβάει μακριά,  προσπαθώντας να το αποδιώξει απ’ την αρχαία μου κώμη. Μια κραυγή μέσα μου πλαντάζει, με προστάζει μεγαλόφωνα: «Διώξε από πάνω σου ό,τι ξένο κι ό,τι δεν σου ταιριάζει. Πέταξε αυτό που σ’ αλλοιώνει. Με σάβανα δεν πρέπει να σαβανώνεις την ψυχή γιατί η ψυχή είναι φως, που ελεύθερο διαπερνά και τον πιο συμπαγή μαντρότοιχο του κόσμου τρέχει μακριά λαμπρύνοντας ακόμη και τα πιο σκοτεινά τάρταρα του λογισμού».

Είμαι ανήσυχος. Πολύ ανήσυχος!

Ποθώ, τούτο το Φως, να ακολουθεί τη φωνή που με διατάζει, που με σπρώχνει, που με καθοδηγεί αποδιώχνοντας τα μαύρα μου σάβανα. Το Φως είναι η μεγάλη μου Έξοδος! Μια έξοδος  απ’ την φυλακισμένη ύπαρξη κι απ’ τον σκοταδισμό ενός κόσμου πλαστού. Μια Έξοδος που την προγραμματίζω ολάκερους αιώνες.

Κάθομαι και ζωγραφίζω κόσμους γεμάτους φως. Καθάριο φως! Πανανθρώπινες ακτίνες να λούζουν την πλαστή μου εικόνα. Να έρχονται, να φεύγουν και ξανά να επιστρέφουν με φωτοστέφανο ραγισμένο στην κορυφή..

Η ψυχή μου πολεμοχαρής, μάχεται. Μάχεται με κόσμους που ζωγραφίζει. Δεν παρατάει τη μάχη. Με σπασμένα κοντάρια κι ακονισμένα μαχαίρια, μάχεται. Και πάνω στη μάχη… πάνω στον θερισμό… ακονίζεται  το ατρόχιστο και λάμπει στο φως που με τυφλώνει.

Δεν κλείνω τα μάτια. Μάχομαι!... με όλα τα όπλα  που μου χάρισες, παππού. Προσπαθώ να μιμηθώ τα βήματά σου. Nα φτάσω ως εκεί, που μπόρεσες να φτάσεις! Nα φτάσω εκεί, που δεν μπόρεσες να φτάσεις! με δίχως φόβο, με δίχως υστεροβουλία, δίχως ελπίδα. Ελεύθερος απ’ όλες τις πλαστές εικόνες του  τύραννου νου. Μάχομαι, βάφοντας το πεδίο με  όποια χρώματα  βρω εμπρός μου: Άσπρο, γιατί περικλείει μέσα του όλα τα χρώματα της ίριδας∙ κόκκινο, επειδή μέσα του κρύβει τη δύναμη της ζωής και τη ρευστότητα των πραγμάτων∙ γαλάζιο, διότι μέσα του απλώνεται το φως του ουρανού κι η γαλήνη της νύχτας. Μα αποφεύγω το μαύρο! γιατί μέσα σ’ αυτό υπάρχει η απουσία του φωτός. Μέσα του κρύβεται το απόλυτο σκοτάδι κι εγώ δεν θέλω να ονειρεύομαι ένα κόσμο σκοτεινό.    

Είμαι ανήσυχος. Πολύ ανήσυχος! Περισσότερο από κάθε άλλη φορά. Θαρρείς και παίζω άτεχνα το ρόλο μου, γράφοντας αρχέγονες και μυστήριες νότες. Όμως, η πάλη είναι αυτή που θα μεταλλάξει την ηθοποιία μου, σε τέχνη. Θα παίζω όποτε κι όπου εγώ το θελήσω∙ με ακροατή την φωνή που κραυγάζει μέσα μου και με σπρώχνει στην Έξοδο∙ που με καθοδηγεί  μακριά  απ’ τα πάθη που με αλλοτριώνουν.

Παράξενες, αλλόκοτες κραυγές δέρνουν τις μήνιγγες και μ’ αποβάλλουν απ’ τη συνήθεια. Ανοίγουν  στο κρανίο, τρύπα. Εισχωρούν νικηφόρες μέσα μου και τραγουδούν τον εμβατήριο ύμνο τους. Φοβούμαι πως τελικά θα χάσω τα λογικά μου.

«Προχώρα!» μου λένε∙ «στης φυλακής σου το κελί, μην κάθεσαι μονάχος. Δραπέτευσε μαζί με τα όνειρά σου. Δες, άκου, άγγιξε την καρδιά σου. Αυτή θα σου δείξει τη σωστή κατεύθυνση. Η καρδιά, δε λαθεύει ποτέ, αν βαπτίζεται καθημερινά στη στέρνα με τις μέδουσες και ξέρει να ξεφεύγει από τα τοξικά και νευρικά πλοκάμια τους».

Δεν ημερεύω. Τα δάκρυα τρέχουν… Κι εγώ σαν κλαίουσα ιτιά, θρηνώ τον εαυτό μου: Τον εχθρό και φίλο, όπου ακόμα μάχομαι να γνωρίσω.

Σε ποια γλώσσα να του μιλήσω και πώς να τον ημερώσω; Ακόμα και τα έντερά μου ανακατεύονται μαζί μου. Ξέρω, πως όταν ξαπλώσω κι αρχίσουν το τραγούδι τους, θα μου πουν: Τι έφαγες τόσο και μας έσπρωξες στη δουλειά νυχτιάτικα; Τα πάντα, τέτοιες ώρες, ξεκουράζονται! Δεν το ‘μαθες πως είσαι ό,τι τρως… ό,τι πίνεις… ό,τι κι αν σκέφτεσαι κι ό,τι κι αν  κάνεις; Δεν  διάβασες τις ρήσεις των σοφών και τις επιγραφές των αρχαίων ναών στις μαρμάρινες στήλες; Πού πήγαν τα αποφθέγματα και οι διδαχές; Χαράμι στις σκονισμένες βιβλιοθήκες των μοναστηριών και στις κρύπτες των κάπηλων; 

Θρηνώ! Σπαρακτική η  φωνή μέσα μου παρακαλεί, ό,τι υπάρχει κι ό,τι δεν υπάρχει: να έρθουν απόψε κοντά μου, να ρίξουνε φως στην σκοτεινή πλευρά της ψυχής, να φωτιστεί, μήπως και δω την αλήθεια. Κραυγάζω απελπισμένος, περισσότερο από κάθε άλλη φορά:

 «Για ποια αλήθεια παρακαλώ; Δεν υπάρχει αλήθεια! Το ψέμα κυβερνάει τον χρόνο∙ το ψέμα είναι αφέντης του κόσμου, που ταπεινώνει την αλήθεια, που την τυραγνεί  και την αλλοιώνει∙ τη ρίχνει στο χώμα, γονυπετής, παρακαλώντας το ψέμα για να τη σώσει. Από τι;… Άντε πες μου, αν ξέρεις… Από τί πράγμα μπορεί να σωθεί η ακέραιη αλήθεια; Αφότου λάμπει, σαν διαμάντι!

Φορές- φορές, λέγω πως έχω τρελαθεί. Δεν είναι δυνατόν, να σκέφτομαι, έτσι!.. Η προσωπικότητα που πλάστηκε χρόνια κι έφτιαξε το καβούκι μου με το περιτύλιγμά μου, αλλοιώθηκε. Έγινε άκοσμη, άμορφη μάζα, στον κόσμο της συμβίας μου.  Μεταλλάχτηκε εντελώς. Όμως, πρέπει να γίνω αρεστός. Αποδεχτός!

Μονάχος, δεν μπορώ να ζήσω με δίχως ακροατές στο θέατρο της ζωής∙ δίχως συντρόφους διαλεχτούς∙ δίχως αυτούς που κινούσαν  τους μοχλούς των ενδιαφερόντων μου. Έχω ανάγκη τα φωτεινά μυαλά τους, να μου  λένε: Εδώ είναι το φως. Προχώρα! Το φως κρύβεται πίσω απ’ το σκοτάδι, και το σκοτάδι πίσω από το φως. Πρέπει  πρώτα να περάσεις την άβυσσο, να κολυμπήσεις μαζί με τις Λερναίες Ύδρες, να βγεις σώος στην αντίπερα όχθη του ωκεανού της ζωής, να γαντζωθείς στα βράχια της Μοίρας και να σταθείς ολόρθος. Γυμνός! Με τα κουρέλια των εμπειριών σου, φορώντας μόνο το ένδυμα της ψυχής. Ιδρωμένος και διψασμένος. Αδειασμένος από ματαιότητες. Την τρέλα που κουβαλάς, πρέπει να την αδειάσεις… Να σταματήσεις να πιθυμάς ό,τι επιθυμούνε οι άλλοι –ο απρόσωπος όχλος. Προχώρα μονάχος. Πάλεψε με τα θεριά που θα βρεθούν στο διάβα σου. Πάλεψε μέχρι να πέσεις στο χώμα  λουσμένος στο ίδρος. Κι ο ιδρώτας,  ας τρέξει να ποτίσει τις ξερολιθιές της στέρφας γης. Άφησέ τον  να γίνει ορμητικό ποτάμι που θα ξεπλύνει τις χωματερές των επιθυμιών∙ και  στο τέλος, αγνάντεψε με τρόπο, πως θα πάει να ξεκουραστεί πλάι στη λίμνη με τα αγριοπερίστερα.  Όχι στη λίμνη με τους κύκνους, παρά. στη λίμνη με τα λευκά αγριοπερίστερα της Ειρήνης που έχουν έρθει να πιούν νερό, κόβοντας πρωτύτερα ένα κλωνάρι ελιάς από το μαυρισμένο περβόλι του πολέμου. Δες πως επιστρέφουν  πληγωμένα στα Κρεμλίνα,  στις Βουλές και στις Αυλές των μεγάλων, για να  αφήσουν ολόδροσο  το κλωναράκι της ζωής στην πόρτα  των αφεντάδων∙ υπενθυμίζοντάς τους πως ένα μικρό κι ασήμαντο πουλί, νοιάζεται  περισσότερο από ένα χοντρό –παχύδερμο ζουλάπι…

Και μη σας φανεί παράξενο αυτό που μόλις θα σας πω… Νιώθω πράγματα που δεν νιώθουν οι άλλοι∙ κι είμαι σίγουρος, πως αυτοί που με ξέρουν, με λένε αλλοπαρμένο και τρελό αλλά δεν με πειράζει…

Για  όσους δεν με ξέρουν, λέγω: Nαι! Νιώθω πράγματα, που δεν νιώθουν οι άλλοι. Σκύβω μέσα μου, κάνω μετάνοιες στις παραξενιές μου και φωνάζω «Μη με εγκαταλείπεται! Ξέρω πως υπάρχετε μέσα μου και με κατευθύνετε. Μαζί σας γνώρισα ένα κομμάτι του εαυτού μου κι είναι πολύ παράξενος ο μέσα μου εαυτός...

Σκύλες… Χάρυβδες με κατατρώγουν και με ρουφούν. Βοριάδες με φυσούνε προσπαθώντας να με διώξουν μακριά μου. Μακριά απ’ τη ρότα μου. Μα εγώ αντιστέκομαι. «Δεν σας ανήκω», τους κραυγάζω. «Ανήκω στον φίλο εαυτό μου και στα τερτίπια του. Αυτά μου δίνουν υπόσταση κι υπάρχω. Αν με εννοείτε, σταματήστε να με αποπροσανατολίζετε. Σταματήστε την ύπουλη μάχη. Εγώ, ξέρω να μάχομαι έντιμα μαζί σας∙ με τα δικά μου όπλα κι ας είναι απαρχαιωμένα και ασήμαντα… Ξένο οπλισμό δεν φόρεσα  στην φαρέτρα μου, ούτε με βέλη τοξικά  σκότωσα την Τιμή σας. Περήφανος στάθηκα στις δίκαιες μάχες της ζωής». Μα το επιχείρημα του δικαίου, αξία έχει, όπου υπάρχει δύναμη. Ο ισχυρός επιβάλει αυτό που του επιτρέπει η δύναμή του κι ο ασθενής παραχωρεί ό,τι του επιβάλλει η αδυναμία του.  Αν μείνεις υγιής και δυνατός στο πνεύμα και στο σώμα, τότε θα μπορέσεις να νικήσεις τις αδυναμίες σου. Η πίστη στην εσωτερική δύναμη είναι αυτή που δεν θα σ’ αφήσει να χαθείς∙ πάντα θ’ ανοίγει δρόμους και θα πορεύεσαι σε στράτες χαραγμένες με φως, όπου ακόμη και τυφλοί μπορούν να αναγνωρίσουν.

 Ήρθα να  πω δυο λόγια και θα τα πω  τώρα. Μια εξομολόγηση που χρωστώ στον Εαυτό  και στους συνοδοιπόρους της  ζωής. «Μη δένεις τη γλώσσα! Αν το επιθυμεί η ψυχή, το όργανο της ομιλίας θα βρει τρόπο να αποδράσει απ’ τα δεσμά του. Θα βρυχηθεί για ν’ ακουστεί», λέει η φωνή μου. «Ό,τι εμπόδιο κι αν βρεις, προσπάθησε να το προσπεράσεις. Προσπάθησε και θα δικαιωθείς. Τίποτε δεν μένει χωρίς ανταμοιβή.  Τίποτε δεν μένει άγραφο στο βιβλίο της Αιωνιότητας. Παντού υπάρχει ένα χέρι που κατευθύνει τα νήματα της ζωής και ζωγραφίζει  τ’ αποτύπωμα  του καθένα στο τεφτέρι του Σύμπαντος. Μέσα απ’ τη ζωή, γνώρισε την ομορφιά του Φωτός που ο ίδιος ο Θεός δημιούργησε για τα πλάσματά Του. Δόξασε την Αγάπη Του, αγαπώντας καθετί που έρχεται σε συμφωνία κι  αντίθεση με τη  δική σου ταχτική κι υπόληψη. Τίποτα δεν πλάστηκε χωρίς σκοπό κι ωφελιμότητα. Η σωστή χρήση και αντιμετώπιση των καταστάσεων, οδηγεί σε χριστούς δρόμους. Οι λανθασμένες επιλογές, οδηγούν σε λαβύρινθο αβεβαιότητας και σύγχυσης. Εγώ είμαι εδώ! Απ’ το βασίλειο της ψυχής σου, κανείς δεν μπορεί να σε εξορίσει. Θα βρίσκομαι κοντά σου, να σου μιλώ και να κατευθύνω το κάθε σου βήμα. Πράξε όπως επιθυμείς να πράττουν οι άλλοι προς εσένα.  Μες από την ενδοσκόπηση της Ύπαρξή σου, τη συζήτηση με τον Άγνωστο Εαυτό, τα χριστά  παραδείγματα  και τη κατήχηση  της Συνείδησης: Καταχτιέται η Γνώση του Πραγματικού». Δύσκολος δρόμος. Πολύ δύσκολος!

Κάποιο απόβραδο,  Μάης θαρρώ πως ήταν, αγνάντευα το λυκόφως απ’ την πλαγιά του Ερύμανθου. Ο ήλιος χαμήλωνε  κι εγώ προσπαθούσα να κρατήσω την φωτεινή εικόνα όσο περισσότερο μπορούσαν τα μάτια μου, μέχρι την ώρα που κατάλαβα πως είχαν έρθει μεσάνυχτα. Τότε,  έβγαλα την φλογέρα μου, σκορπίζοντας τις μελωδίες στη γαλήνη της νύχτας για να εξορκίσω την ταραχή που δημιουργεί ο φόβος της ερημιάς. Ήμουν παιδόπουλο, δεκατεσσάρων ετών. Με το τραγούδι της αθωότητας, ηδυνόμουν! Μπορούσα να ταξιδέψω μακριά… 

Κάθισα λοιπόν σ’ ένα λιθάρι κι έπιασα κουβέντα με τις νότες,  παίζοντας ατέλειωτες ώρες μαζί τους∙ δίχως να καταλάβω, τα χέρια μου λύθηκαν αφήνοντας την φλογέρα στο χώμα και το κορμί  μου βρέθηκε αγκαλιασμένο με τα μαγιάτικα λουλούδια…

 Βρέθηκα, λέει, σε έναν παράξενο τόπο, σ’ ένα απ’ τ’ αλώνια της ζωής. Κι εκείνο το αλώνι, αιωρούνταν στο κέντρο  του σύμπαντος, και πέρα απ’ εκείνη τη μικρή σπιθαμή γης, δεν μπορούσαν να αντικρίσουν τίποτε άλλο τα μάτια μου. Τότε, ξαφνικά, ήρθαν απ’ το πουθενά,  γέροντες με κλασικές φορεσιές κι έπιασαν το χορό μπροστά μου. Μέσα σ’ εκείνο το σύνολο των ανδρειωμένων, ξεχώρισα εσένα, παππού! Να σέρνεις πρώτος το χορό, χορεύοντας πεντοζάλη. 

Τότε, ο νεότερος της παρέας, ένας πανύψηλος άντρας, κρατώντας πάνω στο χορό, το τσιμπούκι στο στόμα του,  άρχισε να ρουφά και να τραβά το στέλεχος της πίπας του∙ δια μαγείας: το τσιμπούκι μεταμορφώθηκε σε δοξάρι…

Έγινε θαύμα!

Στη μέση τ’ αλωνιού, παρουσιάστηκε μια ολόχρυση  πανάρχαια λύρα, κι  ο αδέξιος λυράρης (ένα μικρό παιδόπουλο), άρχισε με επιδεξιότητα να παίζει το ομορφότερο τραγούδι της ζωής∙ ένα τραγούδι που όμοιο δεν είχαν ξανακούσει τ’ αυτιά μου. Κι εσύ παππού… εκστασιασμένος απ’ το τραγούδι, χόρευες! Χόρευες κουνώντας  το  λευκό σου μαντήλι, φορώντας το επίσημο  κρητικό σου φράκο και την πουκαμίσα να ανεμίζει στα βήματα του χορού.

Στο κεφάλι φορούσες ένα καπέλο… Ένα καπέλο, που ποτέ δεν φόρεσες  στην πραγματικότητα! Λαμποκοπούσε κι άστραφτε απ’ τα λεβέντικα λικνίσματα του κορμιού σου. Στο τέλος της στροφής, έπεσες κάτω. Καταϊδρωμένος, με λαμνισμένα μάτια απ’ την έκσταση. Τότε, έτρεξα πλάι σου. Σου έδωσα το χέρι, σε σήκωσα από κάτω και σε πήρα  αγκαλιά μου. Πόσο σου έδειχνα  την αγάπη μου!!!

Τα σώματά μας, έγιναν ένα κορμί κι άκουγα τους χτύπους που ξεπηδούσαν απ’ τα δασά στήθη σου. Εσύ άκουγες τους δικούς μου σφυγμούς: φοβισμένοι χτύποι που ξεχύνονταν άτακτοι απ’ την φυλακή της δικής μου καρδιάς. Φοβόμουν μην πάθεις κάτι και σε χάσω. Σκούπισα το ιδρωμένο σου πρόσωπο, σου πρόσφερα νερό απ’ το δικό μου ποτήρι και σου ‘πα  πως τον επόμενο χορό θα τον χορέψουμε μαζί.  Από μικρός μάθαινα στο πλάι σου τα βήματα της ζωής και πάντα ήσουν  το παράδειγμα μου. Δεν ξέχασα ποτέ  τα κατορθώματά σου!

Τότε, οι υπόλοιποι χορευτές, ζήλεψαν..

 Ζήλεψαν για τη μεγάλη αδυναμία που ‘δειξα για ‘σένα, παππού, και παρεξηγημένος απ’ την άπρεπη συμπεριφορά τους: με πήρες από το χέρι και φύγαμε μαζί.

 Αφού περάσαμε μέσα από βαθιά σκοτάδια, σχίσαμε τα τάρταρα της γης και βγήκαμε   στο περιτύλιγμά της. Περπατούσαμε ώρα αρκετή∙ φορέσαμε κι οι δυο τις  φτερούγες μας και πετάξαμε∙  φτάσαμε στα σύννεφα, δίχως τα σώματά μας!.. Γύρισες  το κεφάλι, και καθώς κρατούσες το άυλο χέρι μου, μού είπες: Απελευθερωθήκαμε από την ματαιότητα των ανθρώπων και την αντιζηλία. Σε κράτησα όσο μακριά μπορούσα απ’ τα σκοτάδια του κόσμου και σου ‘χτισα σπίτι στο αλωνάκι της γης, για να μπορείς από κει πάνω να αντικρίζεις τους σκοπούς της Ζωής και να ακούς την ηχώ του Λυράρη!... Εγώ τώρα, μπορώ να σε αφήσω, ήσυχος… μόνο πριν φύγω, θα σου πω ένα ακόμη: Ρίξε μια ματιά στο σώμα που άφησες πίσω, εκεί στο μικρό αλωνάκι της Γης… Δες το, καλά, και τότε θα δεις: τί είναι ο Άνθρωπος!...

Σώμα, δεν υπήρχε! Δεν αισθανόμουν σάρκα, πάνω μου. Ήμουν μια μικρή, ασήμαντη κουκίδα στο απομεινάρι εκείνο της γης.

Κατέβαινα… Κατέβαινα…

Κατέβαινα αιωρούμενος, με δίχως φτερά, με δίχως σώμα! Τότε άκουσα πίσω μου, την φωνή σου, παππού: «Παιδί μου, Πρόσεχε! Κανένας άγιος δεν άγιασε στον τόπο του! Εσύ γεννήθηκες για άλλους πλανήτες. Κατέβα εκεί που ξεκινήσαμε… Κοίταξε το κορμί σου, και με το πνεύμα σου προσπάθησε να γιατρέψεις τα κουσούρια του. Να λυπηθείς  το σώμα σου! Η σάρκα: είναι η κατακόμβη που μπορείς να κρυφτείς∙ μα όταν λιώσει, μένεις εκτιθέμενος στ’ Αλώνι του Θεού!...»

«ΑΙΩΡΟΥΜΕΝΟΣ» 

Ελαιογραφία της Μαρίας Κολοβού Ρουμελιώτη

Διάσταση:160 Χ 80 cm

 

Κατέβαινα… κατέβαινα….

Κατέβαινα, ώσπου το σώμα μου άρχισε να μεγαλώνει∙ να γίνεται αντιληπτή εικόνα στα μάτια μου.  Η γη είχε γίνει ένα μεγάλο αλώνι που φωτιζόταν με το φως τoυ φεγγαριού. Απ’ το βάθος του δρόμου αναφαινόταν ένα ολόλευκο άλογο. Έτρεχε καλπάζοντας προς το μέρος μου. Ο καβαλάρης κουνούσε τα  γκέμια δεξιά κι αριστερά, κρατώντας τα χαλινάρια όσο πιο σταθερά μπορούσε, στα χέρια του. Σταμάτησε λίγα μέτρα απ’ το γήινο σώμα μου κάνοντας το αγριεμένο άτι να αφηνιάσει και χτυπώντας με θόρυβο τα πόδια του στα κοσκινίδια του θεού:  φοβέρισε το κοπάδι των ζώων  που κοιμόταν στο πλάι μου και  με προστάτευε.

Το ξάφνιασμα  της απρόσμενης επίσκεψης, έκανε τους μικρούς προστάτες μου να σηκωθούν αλαφιασμένοι απ’ τον γαλήνιο ύπνο τους. Στα αυτιά μου ακούστηκαν τα  ξέφρενα κουδουνίσματα των τροκανιών τους. Τότε, πετάχτηκα απ’ τον βαθύ ύπνο μου, τρομαγμένος, και βλέπω στο πλάι μου τον άνθρωπο που μ’ έφερε στη ζωή: Το γιο σου, παππού!... να με κρατεί στην αγκαλιά του, όπως με κρατούσες εσύ πριν ξεκινήσουμε ετούτο  το υπέργειο ταξίδι!

Δεν ξέρω πόση ώρα κράτησε αυτή η ζωντανή μα αλλόκοτη, εμπειρία. Συχνά το παθαίνω… Ανεβαίνω. Κατεβαίνω. Ζω τη Ζωή και το Θάνατο… Την Ύπαρξη και την Ανυπαρξία της ιδίας μου ζωής…

Η μόνη επιθυμία που μου απέμεινε είναι: να με γνωρίσω και να Σε γνωρίσω.

Όλο τα μέλη μου, έγιναν  αντένες σηκωμένες που προσπαθούν να πιάσουν τα ραδιοκύματα του σύμπαντος νου. Μα, όταν καμιά φορά χαλαρώνω ως άνθρωπος, μια φωνή μέσα μου χαλάει την αταραξία μου και  με  τραντάζει:

«Τώρα, τι κάνεις;» μου λέει. «Λάβα που κοχλάζει χωρίς να ρέει: ούτε εμπρός, ούτε πίσω, ούτε δεξιά, ούτε αριστερά∙ μένεις ακίνητος και βρυχάσαι στα σπλάχνα της γης δίχως όφελος... Τι σε φωνάζω τόσα χρόνια; Για  το πού κατευθύνεσαι, δεν έχεις ακόμη γνωρίσει;  H ακινησία, τελματώνει την ψυχή!  Ανέβα!.. Ανέβα!.. Φτάσε ψηλά! Με δυο λευκά  φτερά, αλέκιαστα από ανθρώπινα οράματα πλεονεξίας, ματαιοδοξίας κι αδιάλλακτης υπερηφάνειας…

Ανέβα ψηλά! Να δεις: τι είσαι κάτω στη Γη∙ και να θλιφτείς γι αυτό που θα μπορούσες να αλλάξεις και δεν το άλλαξες ως τώρα. Ένα κουφάρι ντυμένο με φανταχτερά στολίδια, θα δεις∙ σκιάχτρο στα μάτια του θεού! Στόλισε αυτό που είναι δύσκολο να στολίσεις, αυτό που σου κρύβεται, κάθε φορά που το ψάχνεις. Το στόλισμα του επιταφίου σου είναι για τα μάτια των ανθρώπων∙ να λέγουν πως κάτι έκαναν γι αυτόν που έφυγε. Μεγάλα λόγια… Έξοδα υπεροχής… Λιτός κι απέριττος να ‘ναι ο Επιτάφιος! Δίχως δάκρια κι επιφωνήματα πόνου».

 Όταν βαδίζω της γης  τα κακοτόπια, με πιάνει ανησυχία. Τότε επιθυμώ να πετάξω στα σύννεφα. Δεν ξέρω, αλλά με τον ουρανό έχω άλλο δέσιμο∙ άλλη επικοινωνία! κι ας λένε πολλοί «Μη πετάς στα σύννεφα... Προσγειώσου!», εμένα η απογείωση, με  αγαπά. Πάνω στη γη, φθείρομαι… Αλλοιώνομαι… Μπεζερίζει η ψυχή στο  σώμα και  μέσα του ασφυκτιά. Δεν την αφήνει ελεύθερη να ξεφύγει από την έλξη της γης, γιατί τούτος ο πλανήτης με τραβάει γεμίζοντας το σώμα με ρυτιδώματα  που με θάβουν.

Σαν έκπτωτος άγγελος που διαβάλει τον αληθινό προορισμό, είναι το σώμα. Έκπτωτος άγγελος που εστάλη στη γη, για να συνετιστεί στην ζούγκλα των λεόντων. Μα  εγώ θέλω να ελευθερωθώ απ’ τις καταπτώσεις μου. Να επιστρέψω εκεί που ανήκω∙ μετανοιωμένος  να φτάσω στις Πύλες∙ σε μια τεράστια ζυγαριά  να  ζυγιστούν τα βαρετά της ζωής μου.  Να με αδειάσουν απ’ όλα∙ να κρατηθούν τα καλά στους ουρανούς, και τα κακά να επιστρέψουνε πίσω∙ να συνετίσουν τους ανθρώπους με τις βαρύγδουπες βουρδουλιές: «Τι θες εσύ; Πακτωλό χρημάτων; Πάρε ένα ξεροκόμματο να νιώσεις, πως είναι τ’ αδέλφια όταν πεινούν! Τι θέλεις εσύ; Θρόνους και μεγαλεία; Πάρε τον Ανίατο να καταλάβεις πως όλα τούτα σού είναι άχρηστα άμα δεν έχεις την υγεία σου. Γιατί, ο Μεγάλος Θεός, ελεύθερους θέλει τους ανθρώπους∙ δίχως λουριά στους ώμους∙ δίχως ζυγό! Τα υποζύγια, ανθρώπων έργα είναι!

Οι άνθρωποι κουράστηκαν απ’ τη μακροχρόνια σιωπή μου. Με είπαν καταθλιπτικό. Φευγάτο. Απόκοσμο και κουραστικό. Και το κρυφό μου μυστικό είναι, πως δεν κράτησα κακία για όσα άκουσα και για όσα δεν έχω ακούσει ακόμη. Ίσως οι θρήνοι μου και οι αναστεναγμοί μου: ήταν πιο βασανιστικοί απ’ τους δικούς τους θρήνους και τους δικούς  τους αναστεναγμούς. Και σκέφτομαι: αν οι άνθρωποι, οι οποίοι έχουν τις ίδιες ανάγκες κι είναι πλασμένοι από τα ίδια υλικά και για τον ίδιο σκοπό, δεν μπορούν να επικοινωνήσουν μεταξύ τους, πως είναι δυνατόν να σε νιώσουν τα υπόλοιπα πλάσματα της γης; που δεν έχουν νόηση και προσπαθούν να καλύψουν τις γενεσιουργές τους ανάγκες, και τις ανάγκες πείνας και δίψας; Ο άνθρωπος υποτίθεται πως έχει λογική, πως ξεχωρίζει απ’ τα υπόλοιπα πλάσματα του πλανήτη κι έχει μιαν ανωτερότητα, μιαν υπεροχή πνευματική. Γιατί, όμως, φέρεται πολλάκις   χειρότερα κι απ’ τα βιαιότερα πλάσματα του πλανήτη μας; Χωρίς αισθήματα και χωρίς λογική;

Ο ναός της Γης, είναι πνιγηρός. Πολύ ασφυκτικός! Μυρίζει κεριά… Λιβανωτά κι ιδρώτα… Πίσω απ’ το φως του καντηλιού, βλέπω το μάτι του Θεού να με κατασκοπεύει και θλίβομαι για την σαρκική μου υπόσταση. Θέλω να τρέξω όπως τότε που ήμουν παιδί. Να τρέξω ξυπόλυτος πίσω απ’ τα βήματα του γονέα για να μην χαθώ. Να ακολουθήσω τα ίχνη του. Να βγω στο ξέφωτο της Ζωής. Να γνωρίσω αυτό που δεν έχω γνωρίσει.

Από τις μέρες της κούνιας μου με στοίχειωνε μια ανάγκη ατέρμονη: Η αγωνία της ιδίας μου ύπαρξης. Τυχερός αυτός που του δωρίστηκε το δώρο της ζωής! Μακάρια η ψυχή που δεν επανήλθε στη φθορά και βασιλεύει στους Αιώνες… Γιατί η ψυχή: πράμα άυλο, άφθαρτο κι αιώνιο, είναι!

Πλάθω μόνος την ιστορία της φθοράς μου, της πτώσης και της ανάτασής μου. Πέφτω και σηκώνομαι. Μαζί μου πέφτει και σηκώνεται όλο το «Είναι» μου. Απόψε θέλω να φύγω, να πάω εκεί που τα μάτια δεν μπορούν να κοιτάξουν! Και μην παρερμηνέψετε το «εκεί», δεν θέλω να πεθάνω!  Είμαι σίγουρος πως αυτό θα εννοήσουν όσοι τύχει και διαβάσουν το γράμμα μου. Θέλω ν’ αφήσω το σώμα μου, να ενωθώ με το Θείο, να πάρω λίγο Φως και να επιστρέψω. Οι άνθρωποι δε με εμπνέουν, κι ας τους αγαπώ όλους: Εχθρούς και φίλους, πλουσίους και φτωχούς,  άσπρους και μαύρους. Όλους τους λυπάμαι και τους συμπονώ, όπως λυπάμαι και συμπονώ τον τύραννο εαυτό μου.

Είμαι ανήσυχος. Πολύ ανήσυχος, παππού! Να  με συμπαθείς και να με συγχωρείς που σε επικαλούμαι κάθε φορά στα όνειρά μου. Σε έχω ανάγκη και το γνωρίζεις.  Μόνο την μέριμνά σου, ζητώ! Τίποτε άλλο.

Θυμήθηκα τις συμβουλές που ‘χες δώσει στην τελευταία μας συνάντηση. Σε μια συνάντηση που δεν καταγράφτηκε ποτέ στα ρολόγια του χρόνου. Έγινε μεταξύ μας και κανείς δεν μας αντιλήφτηκε. Συναντηθήκαμε με τον δικό μας μυστικό τρόπο και μου μίλησες με γλώσσα φιλοσόφου. Εγώ προσπαθούσα να μην αφήσω τίποτα να πάει χαμένο απ’ όλα ‘κείνα τα λεγόμενα.

Την επομένη μέρα, Κυριακή θαρρώ πως ξημέρωνε, πήγα να βοσκήσω το κοπάδι μας στο βουνό . Άπλωσα τα  σύνεργα της γραφής μου επάνω στο Μεγάλο Λιθάρι - έτσι ονόμαζες την πέτρα  στην πλαγιά του βουνού, το έκανα τραπέζι να ακουμπήσω, κι αγναντεύοντας το λυκαυγές πίσω απ’ την ράχη του Ερύμανθου,  άρχισα να γράφω τις τελευταίες συμβουλές που μου είχες αφήσει.

Θυμάμαι  ακριβώς τί μου είχες πει κι εγώ προσπάθησα να μην μεταλλάξω τίποτα απ’ τον λόγο σου. Μου είπες, θυμάμαι, να ακολουθήσω τη φωνή της Συνείδησης πειθαρχημένος από επιθυμίες αλλότριες,  δουλεύοντας πάντα με τους νόμους της λογικής, σεβόμενος τη Ζωή και όλα τα ζώντα πλάσματα του Σύμπαντος. Να καταβάλλομαι για το δίκαιο και να είμαι γνώστης των πραγμάτων με τα οποία θα καταπιάνομαι. Με υπομονή να ακούω ακόμη και το πιο ανόητο  πλάσμα της γης, προσπαθώντας να κατανοήσω τη γλώσσα που ομιλεί!… Θυμάμαι, μου είπες ακόμη: «Σοφότερο απ’ όλα τα χαρίσματα στον άνθρωπο, είναι η γνώση του ιδίου του Εαυτού!». Μου είπες επίσης, πως: «Είναι τίμιο να υπερασπίζομαι την οικεία που με προστατεύει», κι εγώ αμέσως κατάλαβα, πως πέρα από το ότι είναι μια σπουδαία συμβουλή, είχες βαθιά μέσα σου την ανάγκη να προστατέψεις και να υπερασπίσεις την οικία που μας άφησες κληρονομιά.

H  αμέσως επόμενη συμβουλή σου ήταν: να  είμαι κυρίαρχος του εαυτού μου επί της γης∙ να βοηθώ τους φίλους  και πάντα να συγκρατώ τον θυμό μου και την παραφορά∙  κι ο λόγος μου, να είναι «συμβόλαιο», για να είμαι αγαπητός στους ανθρώπους!

Πάντα το ενδιαφέρον σου   στρεφόταν: στο να μου δώσεις να καταλάβω, πόσο σημαντική είναι η καλλιέργεια του πνεύματος σε συνδυασμό με τη ρωμαλεότητα του κορμιού∙ ταυτόχρονη αναζήτηση σοφίας κι αρετής. Μισούσες τη συκοφαντία! Πάντα έλεγες: Ποτέ σου μην κατηγορείς! είναι άδικο. «Ο πόρνη: βλάπτει τον εαυτό της κι ο ρουφιάνος: ολόκληρη την κοινωνία!». Πάντα επαινούσες την αρετή και τον δίκαιο.

«Να προφυλάσσεσαι από τους εχθρούς και να είσαι ευγενικός μαζί τους», μου ‘λεγες∙ κι εγώ σε άκουγα, δίχως κουβέντα. «Να απέχεις μακριά από κάθε πράξη που μπορεί να  κάνει κακό, σε σένα και στους γύρο σου. Πάντα να εφαρμόζεις το μέτρο και να μην είσαι σπάταλος με τον χρόνο. Ο χρόνος είναι χρήμα!».

Μου έμαθες να μισώ τους υβριστές, να σέβομαι τους ικέτες και να φοβάμαι το δόλο που μπορούν να πλέξουν οι άνανδροι. Για όλους όμως είχες να πεις μια καλή κουβέντα, κι έκρινες τα όσια με επίγνωση. 

«Να συναναστρέφεσαι τους ηθικούς  και ποτέ να μην γίνεσαι  καχύποπτος μαζί τους και να ασκείς με τέχνη σε ό,τι καταπιάνεσαι. Να δοξάζεις την ελπίδα, να μισείς την διαβολή και να απαιτείς τα δίκαια. Να κοπιάζεις για πράγματα που είναι άξια απόχτησης και να μισείς τη διχόνοια. Εχθρός να είσαι του χλευασμού και να προφυλάσσεσαι πάντοτε από την ύβρη».

Με την πραότητά σου, μου δίδαξες την πραότητα, και με τους φιλικούς σου τρόπους μού έδειξες το πόσο σημαντικό είναι,  να είσαι φιλικός με τους γύρο σου. Πάντα μετρούσες τα λόγια σου, τα έβαζες σε ζυγαριά και τα ζύγιαζες. Εκεί κατάλαβα πως έκανες εφαρμογή των όσων μου έλεγες:  «Να κυριαρχείς τη γλώσσα σου και να έχει εξουσία μόνο εκεί που πρέπει», έλεγες. «Να αποκρίνεσαι στον κατάλληλο χρόνο και να είσαι ευπροσήγορος. Και όταν σφάλεις να μετανοείς και να πράττεις με σιγουριά τα αποφασισμένα. Πάντα να επιδιώκεις την ομόνοια και να είσαι ευγνώμων προς τη ζωή. Να φυλάς στην ψυχή σου τα άρρητα και να διαλύεις τις έχθρες μεταξύ των ανθρώπων. Να αποφεύγεις την απέχθεια και να μισείς την κακία. Ακούραστος να είσαι με τη μάθηση».

Πάντοτε δίδασκες τους νεότερους και σεβόσουν τους πάντες. Με την σοφία σου ευλογούσες τον χρόνο και  θεωρούσες το γήρας ευλογία. Γιατί υπάρχουν άνθρωποι που φεύγουν πριν προλάβουν να διεκπεραιώσουν το χρέος τους στη γη.

Θυμήθηκα επίσης την τελευταία συμβουλή που μου έδωσες πριν φύγεις και με αφήσεις. Δεν ήθελες να αφήσεις εκκρεμότητες στη σκέψη μου και να με συνταράζουν κύματα ανακριβειών. «Να πάσχεις με τον δυστυχή και να μην πιστεύεις την τύχη. Τα πάντα κερδίζονται με ατέρμονο αγώνα και κόπο! Μόνο έτσι ο άνθρωπος πεθαίνει δίχως λύπη έχοντας φίλο ολάκερο το Σύμπαν!...»

Ναι αγαπημένε μου παππού, αυτά μου είπες σε εκείνη τη συνάντηση και τα κατέγραψα στο τεφτέρι της μνήμης για να μην τα ξεχάσω ποτέ, προσπαθώντας ολόκληρη ζωή να εφαρμόσω τις συνταγές σου. Κι όταν νιώθω πως ξεφεύγω απ’ την πορεία που μου έδειξες, σε ψάχνω με παντοίους τρόπους.

Κι εγώ θα σου εξομολογηθώ την εμμονή που μου εμφύσησες:  Η σωτηρία μου είναι η μόνη μου επιθυμία. Κι αυτό είναι πολύ δύσκολο για μένα. Μέσα στη σιγαλιά της νύχτας ακούω την τιμωρό φωνή της ψυχής μου να με σπρώχνει μπροστά κι άλλες φορές  ακούω τον θρήνο της και τα παρακάλια που με κρατούν πίσω. Πίσω στην πτώση, στην ηδονή της φθοράς και στο ολονύχτιο γλέντι  της ακολασίας. Τότε κλείνω τα μάτια κι ονειρεύομαι….

Κι αυτά που βλέπω δεν είναι όνειρα, μήτε εφιάλτες. Είναι ταξίδια υπέργεια κι ουράνια, που αλλόκοτα φαντάζουν σε σώους ανθρώπους. Δεν τολμώ να τα πω, μείτε σε πνευματικούς, μείτε σε ανθρώπους ένθεους και λογικούς. Δεν τολμώ ούτε στον ίδιο μου τον εαυτό να τα εξιστορήσω.  Μόνο κάθομαι βυθισμένος στη μοναξιά και κλείνω τα  μάτια με την προσμονή να αφεθώ στην εμπειρία του αλλόκοτου ταξιδιού μου. Τις περισσότερες φορές τα καταφέρνω και βγάζω το εισιτήριο χωρίς μεγάλη αναμονή. Άλλες φορές βασανίζομαι ώρες ολόκληρες μπροστά στον κισσέ του εκδοτηρίου… Όμως να ξέρεις παππού, με αυτόν τον τρόπο έχω κάνει τα μεγαλύτερα και τα πιο εμπειρικά ταξίδια του κόσμου! Έχω γνωρίσει κόσμους άγνωρους. Ανεξερεύνητους και παρθένους απ’ τον κοινό κόσμο. Κόσμους ανεξερεύνητους από τους οφθαλμούς της επιστήμης και τα μάτια των εξερευνητών. Εκεί στέκομαι ελεύθερος κι αγναντεύω δίχως χειροπέδες και παρωπίδες.  Βλέπω τους συντρόφους της γης να σφάζονται και να ποδοπατούνται. Σάρκα πάνω στη σάρκα τα πτώματα. Ένας σωρός από κουφάρια στοιβαγμένα στην κατακόμβη του μεσαίωνά  τους.

Κοιτάζω με μάτια πλημμυρισμένα στα δάκρια, γεμάτα πονεμένη αγάπη, λυπημένα για το δημιούργημα τούτο του Θεού. «Καλύτερα να μην ήμουν άνθρωπος», λέγω. «Άνθρωποι που έχουν λογική και αισθήματα: τρελαίνονται!...»

Ό,τι κι αν κάνω, πολλές φορές καταλήγω στο συμπέρασμα: Ο άνθρωπος είναι ένα μαγιάτικο λουλούδι που ανθίζει στον ανοιξιάτικο ήλιο και σαν νυχτώσει κι έλθει η επόμενη μέρα, μαραμένο γέρνει το κεφαλάκι του αφήνοντας τον σπόρο του στη γη για να ριζώσει ξανά και να ανθίσει στον τόπο που πρωτογεννήθηκε. Δεν υπάρχει θάνατος! Μόνο συνεχόμενες γεννήσεις υπάρχουν από αυτούς που έχουν ρίξει σπόρους σ’ αυτή την βαριόμοιρη πλάση.

 Βάζοντας στον θάνατο ένα «Άλφα» στερητικό, κάνουμε αμέσως τη ζωή: Αθάνατη. Αν βάλουμε όμως το στερητικό στον θάνατο, κάνουμε αμέσως τον θάνατο: Αθάνατο!  Παρόλα ταύτα, η Αθανασία είναι αυτή που πρέπει να χτίζεται στην ζωή. Η πνοή από μέσα μας σηκώνει το γέλιο φέρνοντας το στα χείλη και στα μάτια∙ φωτίζει η παρουσία μας και παίρνουμε ζωή. Όταν η πνοή σβήσει από μέσα μας, μένουμε αδρανείς, με χείλη ανέκφραστα, με δίχως λάμψη στα μάτια. Όταν σταματήσουμε να ευλογούμε τη ζωή και το φως: τη βασιλική θέση, την κατέχει το σκοτάδι. Κάθε δύναμη σκοτεινή, ταράζει τις ευγενείς δυνάμεις, εμποδίζοντας τες να απαγγείλουν το τραγούδι της ευχαριστίας.

Κι οι άγγελοι, όπου κι αν βρίσκονται, μετρούν τον πόνο και την αγωνία της ψυχής. Παίρνουν  τα μηνύματα που λαβαίνουν κατά την πτώση και την ανάτασή μας και τα στέλνουν στον Άρχοντα των Συμπάντων, όπου Αυτός κατευθύνει στη συνέχεια την πορεία μας. Όλες οι ενέργειες πλανιόνται στο στερέωμα του Απείρου. Όλα τα θετικά αισθήματα ενώνονται, γίνονται ενέργεια θετική που επιστρέφει σε αυτούς που την ανέπτυξαν. Όλα τα  αρνητικά αισθήματα γίνονται  ενέργεια αρνητική που επιστρέφει πίσω σε αυτούς που την ανέπτυξαν. Τίποτα δεν πάει χαμένο στον κουμπαρά του Σύμπαντος! Όλα κάνουν το ταξίδι τους κι επιστρέφουν σε άγνωστο χρόνο πίσω στη βάση τους. Αν θέλεις ν’ αλλάξεις τον κόσμο, την Κακή Μοίρα: Άλλαξε το κακό σε καλό, το άδικο σε δίκαιο, το λάθος σε σωστό. Και μη μου πείτε πως το σωστό και το λάθος ερμηνεύονται διαφορετικά στον καθέναν  και πως είναι θέμα διαφοροποιημένης αντίληψης. Αν το πείτε αυτό, δεν είναι ηθική η σκέψη σας. Βασίζεται στο προσωπικό συμφέρον, στην εκμετάλλευση του πλούτου της ψυχής. Εγώ, πάντως, θα σας πω τούτο: Σωστό είναι αυτό που ωφελεί τα πάντα. Λάθος είναι αυτό που βλάπτει έστω κι έναν.  Προσπαθήστε! Προσπαθήστε να μην βλάψετε έστω κι αυτόν τον έναν. Τότε θα προχωρείτε σωστά. Τότε να είστε σίγουροι πως ανεβαίνετε τον Γολγοθά της Ανάστασης!...

Κι αν πελαγώνεις άνθρωπε με τις τόσες ακατανόητες θεωρίες μου, κάνε τη δική σου θεωρία, βίωμα.  Μια θεωρία που θα την βασίσεις  στη μη εκμετάλλευση του ανθρώπου από τον άνθρωπο, στην ηθική και στη νομοτέλεια του Θείου και των ανθρωπίνων κανόνων. Έτσι ανεβαίνει η ψυχή και βλέπει την σκοτεινή της πλευρά, και θλίβεται. Έτσι βλέπει στον αντίποδα του κακού, το καλό, και  αποζητάει με λαχτάρα να το αγγίξει και να το ενστερνιστεί.      

 

 

Το έργο: «Στην κατακόμβη της σαρκός», απέσπασε  Έπαινο Νουβέλας από την Π.Ε.Λ (Πανελλήνια Ένωση Λογοτεχνών), 2016.

 

 

 

 

 

 

 

2 σχόλια:

  1. Μάλιστα! Μια ακόμα μεγάλη αναγνώριση στο έργο σου Μαρία! Πραγματικά εκπληκτικό! Ένα ακόμα σου πέταγμα σε γραφή και συναισθήματα που ξεχωρίζουν. Τι να πω; Πραγματικά υποκλίνομαι στης γραφής σου τη δύναμη καλή μου φίλη.
    Και όχι μόνο σ' αυτήν! Και στης τέχνης σου το πλάτος.
    Ο πίνακας "Αιωρούμενος" συγκλονιστικός. Δένει απόλυτα με αυτό που διάβασα.
    Και κάνω τις σκέψεις μου Μαρία: Από τι βασανίζεται ο νεαρός άντρας στην εξομολόγησή του; Ποια δεσμά φυλακίζουν το σώμα του; Είναι τυχαίες αναφορές αυτές ή σηματοδοτούν κάτι συγκεκριμένο.
    Πως μπορείς και τα δίνεις όλα αυτά πραγματικά.
    Την καλησπέρα μου με τον θαυμασμό μου.

    ΑπάντησηΔιαγραφή
  2. Δυο λόγια, σοφά, στοχαστικά, σημαδεύουν το πέρασμα της ζωής μας. Λόγια με την αξία και τη γνώση του παλιού για να συνηγορήσουν με όσα συναισθήματα μεγεθύνουν το καινούργιο, σαν πρόκληση, σαν ένστικτο, σαν από δίδαγμα που ρίχνει φως εκεί όπου σκοντάφτει η καρδιά, ίσα για να θυμίζει πως ότι έμαθες, φως και ευλογία ήταν. Κι ο παππούς, προφητική μορφή, σαν μια πηγή που ξεδιψά με την αγνότητα της ψυχής, την ομορφιά και την αλήθεια.
    Μαρία μου, με πολλή τρυφερότητα γραμμένο, έτσι όπως ταιριάζει σε μια καθαρή ψυχή.
    Να είσαι καλά κορίτσι μου!
    Καλό βράδυ και καλή αυριανή!

    ΑπάντησηΔιαγραφή