Τρίτη 27 Ιουνίου 2023

«ΣΤΟ ΦΩΣ ΤΩΝ ΑΣΤΕΡΙΩΝ» , απόσπασμα από το βιβλίο «ΤΑ ΡΟΔΑ ΤΟΥ ΧΡΟΝΟΥ» της Μαρίας Κολοβού - Ρουμελιώτη, Εκδόσεις «Ωρίωνας» 2013, σελ:15-19

ΣΤΟ ΦΩΣ ΤΩΝ ΑΣΤΕΡΙΩΝ
 
Κάθομαι εδώ στο ξύλινο πορτόφυλλο
κοιτάζοντας τ’ άστρα μέσα στα μάτια τους.
Θαρρώ πως έχω γίνει ένα μαζί τους:
Ένα άστρο σκοτεινό, που έχασε το φως του
και ψάχνει να πάρει λάμψη απ’ το φεγγαρόφωτο.
 
Μια κρεμασμένη μαγκούρα στο πόμολο της πόρτας
δείχνει πως ο χρόνος σκέβρωσε το κορμί μου
και η σκιά στον τοίχο, φανερώνει την καμπούρα μου.
 
Κάποτε,  κοίταζα τούτο τον τόπο και καμάρωνα!
Τόπος γεμάτος έρωτα, λαμπερά μάτια
και χείλη που ευωδίαζαν απ’ τ’ άρωμα της νιότης.
 
Το φεγγάρι έριχνε τις ασημένιες αχτίδες του
στην στέρνα του κήπου
κι ο έρωτας έκανε παιχνίδια
κρυμμένος στις φυλλωσιές της ιτιάς.
 
Τώρα πια,
τα χείλη μαραμένα φύλλα έγιναν  που δεν φιλούν τη ζωή.
Κι εγώ,
που τόσο λαχτάρισα να ζήσω
θέλω να σας μιλήσω:
τον πόνο,  την  χαρά, την ελευθερία της νιότης.
 
Στο στήθος μου η μισοξέμπλεκη πλεξούδα μου
χιονισμένη απ’ του χρόνου τις χειμωνιές.
Στα χέρια μου οι φλέβες, δέντρου κλαδιά διακλαδωμένα
κρατούν ίσκιο στην σάρκα μου.
 
Γυναίκα του Λωτ μαρμαρωμένη
από την περιέργεια για τα καμώματα της ζωής!...
 
Τα λόγια της ψυχής, αχνός που εξατμίζεται
στην αυγουστιάτικη κάψα.
Λόγια χωρίς μοίρασμα κανέναν δεν ωφελούν!
Τα μυστικά άστρα μου,
με σας θα μοιραστώ τούτο το φεγγαρόλουστο βράδυ.
Και προσοχή!
Τούτα τα λόγια τα κρυφά,
σε ανθρώπου τύμπανο να μην δονήσουν.
Φοβάμαι…
γιατί γριά εκατόχρονη καθώς είμαι,
κρέπι παρδαλό θα αποκαλέσουν οι άπυροι
τις άπειρες εμπειρίες της ζωής μου.
 
Σιωπώ για λίγο να σκεφτώ και το κορμί μου το σαθρό να σιάξω,
την κεφαλή της  ζούμπας μου να ακουμπήσω
στο αγκωνάρι του σπιτιού.
 
Ποιός  ξέρει;
Ίσως απόψε να σας πω ό,τι δεν είπα ποτέ μου.
 
Δεν έμαθα ποτέ να υποκρίνομαι
μιλούσα πάντοτε την γλώσσα της αλήθειας.
Μα όσο κι αν πόναγαν τα λόγια μου,
όσο και αν νανούριζαν αθώους,
εγώ σταυρό κουβάλαγα στους ώμους μου
ως σύγχρονος Ιησούς,
που την φωνή του ολίγοι αναγνώρισαν.
 
Κραυγάζει η φωνή της συνείδησης
γονατίζει η λάβα της νιότης,
σβήνει μπροστά στα πόδια μου το φως της.
 
Ίσως η αυριανή πανσέληνος για μένα να μην έρθει…
Κι αν έρθει,
πάλι εδώ μαζί σας θα βρεθώ
μόνη κι έρημη, στην μοναξιά παραδομένη.
 
Χάδι γλυκύτερο απ’ το δικό σας δεν με άγγιξε!
Χτένα απαλότερη απ’ του αγέρα τα φιλιά
δεν χτένισε τις άπλεκτες πλεξούδες του κορμού μου.
Το χάδι της ζωής βαρύγδουπο έπεσε πάνω μου
και τούτη την ώρα που τίποτα δεν με ταράζει
θυμήθηκα πως
και το φίλημα της γης ήταν βαθύ και ρούφηξε την νιότη μου.
 
Δεν αντέχεται τέτοιο φίλημα…
Ανοίγει η γης το στόμα της και σε καταπίνει ολάκερο
κι εσύ σκας μες την σφικτή αγκάλη της.
Σηκώνεις το κεφάλι να πάρεις ανάσα
και μετά βυθίζεσαι περισσότερο στης γήινες ηδονές της.
 
Τούτα τα παραθύρια σκέβρωσαν μαζί μου
ακολουθώντας την πτώση μου.
Τούτο θαρρώ και για την κεραμιδένια στέγη,
δεν μπορούν τα μάτια μου να φτάσουν ως εκεί
οι καταρράκτες μού θαμπώνουν τα μάτια.
 
Τους οφθαλμούς της νιότης, μια φορά τους φορείς!
Μα τώρα που απέχτησα της εμπειρίας τα μάτια,
μάτια δεν έχω για να δω…
βλέπω μόνο πως καθρεφτίζεται ο ουρανός
στην διαφάνεια της στέρνας:
Μια εικόνα που ξυπνάει μνήμες.
Τις μνήμες της γριάς Περσεφόνης στον ραγισμένο καθρέφτη του μυαλού.
 
Δεν αντέχονται τούτες οι μνήμες!...
Χρειάζονται μοίρασμα!
Μοίρασμα με μυθικά στοιχεία και στοιχειά της φαντασίας.
 
Τα χρόνια δεν μπορείς να τα μπαρκάρεις σε λιμάνι
να πιάσεις άνοιξη τις θάλασσες της ζήσης όλης και να ταξιδέψεις.
Γίνεσαι καπετάνιος στη ζωή  ταξιδεύοντας
κι  αράζεις σε ροζιάρικη μαγκούρα για αποκούμπι.
 
Αχ να σταμάταγαν τα χρόνια εκεί
που το νεανικό μου χέρι χάιδευε το κορμί της νιότης
και γλίστραγαν σαν χέλι τα ακροδάχτυλα!
Πάνω στο άτι της νιότης θα καβάλαγα
θα φόραγα φτερά και θα πετούσα!
 
Υποτάχτηκα στην μοίρα της φθοράς
και φίλη με τον χρόνο δεν μπόρεσα να γίνω.
Λιώνουν σαν το κερί οι μέρες μου και λιγοστεύουν.
Σε λίγο θα σβήσω…
 
Κι οι καταρράκτες βρύσες έγιναν στα μάτια μου
και σβήνουν την μοναδική σπίθα για να σας βλέπω, άστρα.
 
Αύριο, πάλι, εδώ θα είμαι,
αν ζω.
 
Θα κάνετε συντροφιά μαζί μου
κι εγώ θα παντρεύω την Πούλια μαζί με τον Αυγερινό.
Μα φοβάμαι…
Ο φόβος μήπως με λησμονήσει η ζωή
και σβήσει τα χνάρια μου από το κεφαλόσκαλο τούτο…
 
Πώς να χαμογελάσω ξανά;
Τα μάγουλα μαράθηκαν σαν σύκο σαψαλιασμένο
και χάσκει το στόμα σαν ερείπιο με δίχως παραθύρια
που εχθρικά κοιτάζει το φως του ήλιου
καθώς του χαλάει την σκοτεινιά.
 
Διάλεξα τούτο το βράδυ να μιλήσω μαζί σας,
με προστάζει μια παράξενα ανεξήγητη δύναμη.
Κάθομαι εδώ
κι αγναντεύω το παρελθόν πως ενώνεται μαζί σας.
Ένα παρελθόν άμετρα απαιτητικό!
 
Τούτη η αυλή εμπρός μου έχει δυο χνάρια νωπά.
Ακόμα δεν τα ξέρανε η κάψα του καλοκαιριού,
τα κράτησαν νωπά τα δάκρια μου.
Φαίνεται πως:
Tα δάκρια είναι θαυματουργά!
 
Το νυχτολούλουδο ευωδιάζει.
Γέρνει στο πλάι μου, λούζει την σκέψη με το άρωμά του
κι εγώ μετρώ την διαδρομή του φεγγαριού.
Έχει πολύ δρόμο ακόμη μέχρι να φέξει!
 
Με πιάνει καρδιοχτύπι καθώς σκέφτομαι
πως υπάρχουν πράγματα που γεύονται αιώνια νεότητα
κι είναι ασύλληπτα μαγευτικό αυτό που θα σας πω.
Μα καθώς βλέπω το φεγγάρι ζηλεύω!
Ζηλεύω την γαλήνη του, την καθαρή του λάμψη,
που στέκεται στο σπίτι του ουρανού
χωρίς κανένα στήριγμα.
 
Μα εγώ σταυρώθηκα πολλές φορές
και κύλησα απ’ τον σταυρό μου κάτω πιστεύοντας πως θα σωθώ.
Κι είδα πως:
ΕΙΝΑΙ ΧΕΙΡΟΤΕΡΑ ΝΑ ΣΕΡΝΕΣΑΙ AΠO TO NA  ΣΤΑΥΡΩΝΕΣΑΙ.
 

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου